τηνικαῦτα: Difference between revisions
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
(13_5) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] = [[τηνίκα]] (wie [[ἔνθα]], [[ἐνθαῦτα]], [[τηλικοῦτος]], [[τηλικαύτη]] aus [[τηλίκος]] u. ä.); Her. 1, 17. 63 u. öfter; bei Att. gebräuchlicher als jenes; Soph. dem [[ὁπηνίκα]] entsprechend Phil. 463, dem [[ὅταν]] O. R. 76 El. 286; Plat. Legg. VII, 792 b; Xen. An. 4, 1, 5, oft; [[τηνικαῦτα]] τοῦ θέρους, Ar. Pax 1137; τ. τοῦ ἔτους, Luc. Herod. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] = [[τηνίκα]] (wie [[ἔνθα]], [[ἐνθαῦτα]], [[τηλικοῦτος]], [[τηλικαύτη]] aus [[τηλίκος]] u. ä.); Her. 1, 17. 63 u. öfter; bei Att. gebräuchlicher als jenes; Soph. dem [[ὁπηνίκα]] entsprechend Phil. 463, dem [[ὅταν]] O. R. 76 El. 286; Plat. Legg. VII, 792 b; Xen. An. 4, 1, 5, oft; [[τηνικαῦτα]] τοῦ θέρους, Ar. Pax 1137; τ. τοῦ ἔτους, Luc. Herod. 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τηνῐκαῦτα''': συνηθέστερος [[τύπος]] τοῦ [[τηνίκα]], ἀποδιδόμενος εἴς τι ἀναφορικόν, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τότε]], [[ἡνίκα]]..., [[τηνικαῦτα]]..., Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9· [[ὡσαύτως]] ἀνταποδιδόμενος εἰς τὸ [[ὁπηνίκα]], Σοφ. Φιλ. 465· εἰς τὸ ὅτε ἢ [[ὅταν]], ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 393, Ο. Τ. 76, κλπ.· εἰς τὸ [[ὁπότε]], [[ὅκως]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 26, Ἡρόδ. 1. 17· εἰς τὸ ἐπεί, ἐπειδή, ἐπειδάν, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3., 4. 1, 5, Κύρ. 1. 2, 13· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ., τὸ τ. Διόδ. 1. 98, κλπ. 2) [[ἄνευ]] ῥητῶς ἐκφερομένου ἀναφορικοῦ, Ἡρόδ. 1. 18, 63, Σοφ. Ἀντ. 775, κλπ.· ἤδη τ., ἤδη κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, Ἡρόδ. 2. 51· τ. ἤδη Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 789· τὸ τ. ἤδη Πλάτ. Ἀλκ. 2. 150Ε· ― κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς ἡμέρας, Λυσίας 93. 43· οὕτω [[μετὰ]] γεν., τ. τοῦ θέρους, κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τοῦ θέρους, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 1171· τ. τοῦ ἔτους Λουκ. Ἡρόδ. 7. ΙΙ. χωρὶς ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1142, Πλάτ. Νόμ. 792Β, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 14. (Ἐκ τοῦ [[τηνίκα]], ὡς τὸ [[ἐνταῦθα]] ἐκ τοῦ [[ἔνθα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
English (LSJ)
commoner form for τηνίκα, answering to a Relat.,
A at that time, then, ἡνίκα... τηνικαῦτα . . X.Cyr.7.1.9; answering to ὁπηνίκα, S.Ph.465; to ὅτε or ὅταν, Id.OC393, OT76, etc.; to ὁπότε, ὅκως, X.Cyr.1.6.26, Hdt.1.17; to ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, X.An.4.2.3, Cyr.1.2.13, D.21.96: also with the Art., τὸ τ. D.S.1.98, etc. 2 without a Relat. expressed, Hdt.1.18,63, S.Ant.779, etc.; ἤδη τ. by that time, Hdt.2.51, 6.53; τ. ἤδη only then, Ar.Ec.789; τὸ τ. ἤδη Pl.Alc.2.150e; at that time of day, Lys.1.22; at this hour, τ. ἐχθὲς ἔπινον Men.Epit.166: c. gen., τ. τοῦ θέρους at this lime of the summer, Ar.Pax1171 (lyr.); τ. τοῦ ἔτους Luc.Herod.7. II without reference to Time, under these circumstances, in this case, τί τ. δρῶμεν; Ar.Pax 1142 (troch.), cf. Pl.Lg.792b, X.Mem.3.11.14. (From τηνίκα, as ἐνταῦθα from ἔνθα.)
German (Pape)
[Seite 1108] = τηνίκα (wie ἔνθα, ἐνθαῦτα, τηλικοῦτος, τηλικαύτη aus τηλίκος u. ä.); Her. 1, 17. 63 u. öfter; bei Att. gebräuchlicher als jenes; Soph. dem ὁπηνίκα entsprechend Phil. 463, dem ὅταν O. R. 76 El. 286; Plat. Legg. VII, 792 b; Xen. An. 4, 1, 5, oft; τηνικαῦτα τοῦ θέρους, Ar. Pax 1137; τ. τοῦ ἔτους, Luc. Herod. 7.
Greek (Liddell-Scott)
τηνῐκαῦτα: συνηθέστερος τύπος τοῦ τηνίκα, ἀποδιδόμενος εἴς τι ἀναφορικόν, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τότε, ἡνίκα..., τηνικαῦτα..., Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9· ὡσαύτως ἀνταποδιδόμενος εἰς τὸ ὁπηνίκα, Σοφ. Φιλ. 465· εἰς τὸ ὅτε ἢ ὅταν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 393, Ο. Τ. 76, κλπ.· εἰς τὸ ὁπότε, ὅκως, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 26, Ἡρόδ. 1. 17· εἰς τὸ ἐπεί, ἐπειδή, ἐπειδάν, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3., 4. 1, 5, Κύρ. 1. 2, 13· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ τ. Διόδ. 1. 98, κλπ. 2) ἄνευ ῥητῶς ἐκφερομένου ἀναφορικοῦ, Ἡρόδ. 1. 18, 63, Σοφ. Ἀντ. 775, κλπ.· ἤδη τ., ἤδη κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, Ἡρόδ. 2. 51· τ. ἤδη Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 789· τὸ τ. ἤδη Πλάτ. Ἀλκ. 2. 150Ε· ― κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς ἡμέρας, Λυσίας 93. 43· οὕτω μετὰ γεν., τ. τοῦ θέρους, κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τοῦ θέρους, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 1171· τ. τοῦ ἔτους Λουκ. Ἡρόδ. 7. ΙΙ. χωρὶς ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1142, Πλάτ. Νόμ. 792Β, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 14. (Ἐκ τοῦ τηνίκα, ὡς τὸ ἐνταῦθα ἐκ τοῦ ἔνθα).