τρίμετρος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(13_6a) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1144.png Seite 1144]] dreimäßig, aus drei Maaßen bestehend; bes. in der Verskunst, drei μέτρα enthaltend, daraus bestehend, d. i. von jambischen, trochäischen u. anapästischen Versen = aus drei Doppelfüßen, Dipodien, von den übrigen Versarten = aus drei Füßen bestehend; dah. heißt der sechsfüßige jambische Vers bei den Griechen [[τρίμετρος]] [[ἰαμβικός]]; so [[τόνος]] [[τρίμετρος]], die trimetrische Versart, Her. 1, 174; τὸ τρίμετρον, Ar. Nub. 632; ποιηταὶ ἐπῶν ἑξαμέτρων καὶ τριμέτρων, Plat. Legg. VII, 810 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1144.png Seite 1144]] dreimäßig, aus drei Maaßen bestehend; bes. in der Verskunst, drei μέτρα enthaltend, daraus bestehend, d. i. von jambischen, trochäischen u. anapästischen Versen = aus drei Doppelfüßen, Dipodien, von den übrigen Versarten = aus drei Füßen bestehend; dah. heißt der sechsfüßige jambische Vers bei den Griechen [[τρίμετρος]] [[ἰαμβικός]]; so [[τόνος]] [[τρίμετρος]], die trimetrische Versart, Her. 1, 174; τὸ τρίμετρον, Ar. Nub. 632; ποιηταὶ ἐπῶν ἑξαμέτρων καὶ τριμέτρων, Plat. Legg. VII, 810 e. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τρίμετρος''': ον· - ἐπὶ στίχων, ὁ συγκείμενος ἐκ τριῶν μέτρων· δηλ. ἐν μὲν τοῖς ἰαμβικοῖς, τροχαϊκοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς στίχοις, ὁ συγκείμενος ἐκ τριῶν συζυγιῶν (διποδιῶν)· ἀλλ ἐν τοῖς δακτυλικοῖς, κτλ., ὁ συγκείμενος ἐκ τριῶν ἁπλῶν ποδῶν· [[ἐντεῦθεν]] ὁ ἰαμβικὸς [[στίχος]] ὁ ἔχων ἓξ πόδας (versus senarius) καλεῖται ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων [[τρίμετρος]] [[ἴαμβος]], Ἡρόδ. 1. 12 (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου pede ter percusso), [[ἐπειδὴ]] ἑκάστη [[διποδία]] ἔχει μίαν μόνον ἄρσιν· - οὕτω [[τόνος]] [[τρίμετρος]], [[στίχος]] [[τρίμετρος]], Ἡρόδ. 1. 174· τρίμετρον, τό, Ἀριστοφ. Νεφ. 642, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 8· ἔπη ἑξάμετρια καὶ τρίμ., δακτυλικὰ καὶ ἰαμβικά, Πλάτ. Νόμ. 810Ε, πρβλ. [[τετράμετρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον, of verses,
A consisting of three μέτρα; i. e. in iambics, trochaics, and anapaestics, of three συζυγίαι (of two feet each); but in dactylics, etc., of three single feet: hence the iambic verse of six feet is called by the Greeks ἴαμβος τρίμετρος, Hdt.1.12; so τόνος τ. trimeter verse, ib.174; ἔπη τ. Pl.Lg.810e; τρίμετρον, τό, Ar.Nu.642, Arist.Po.1447b11 (pl.). II τρίμετρος, ὁ, a measure of capacity for oil, IG14.422 iii 44 (Tauromenium).
German (Pape)
[Seite 1144] dreimäßig, aus drei Maaßen bestehend; bes. in der Verskunst, drei μέτρα enthaltend, daraus bestehend, d. i. von jambischen, trochäischen u. anapästischen Versen = aus drei Doppelfüßen, Dipodien, von den übrigen Versarten = aus drei Füßen bestehend; dah. heißt der sechsfüßige jambische Vers bei den Griechen τρίμετρος ἰαμβικός; so τόνος τρίμετρος, die trimetrische Versart, Her. 1, 174; τὸ τρίμετρον, Ar. Nub. 632; ποιηταὶ ἐπῶν ἑξαμέτρων καὶ τριμέτρων, Plat. Legg. VII, 810 e.
Greek (Liddell-Scott)
τρίμετρος: ον· - ἐπὶ στίχων, ὁ συγκείμενος ἐκ τριῶν μέτρων· δηλ. ἐν μὲν τοῖς ἰαμβικοῖς, τροχαϊκοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς στίχοις, ὁ συγκείμενος ἐκ τριῶν συζυγιῶν (διποδιῶν)· ἀλλ ἐν τοῖς δακτυλικοῖς, κτλ., ὁ συγκείμενος ἐκ τριῶν ἁπλῶν ποδῶν· ἐντεῦθεν ὁ ἰαμβικὸς στίχος ὁ ἔχων ἓξ πόδας (versus senarius) καλεῖται ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων τρίμετρος ἴαμβος, Ἡρόδ. 1. 12 (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου pede ter percusso), ἐπειδὴ ἑκάστη διποδία ἔχει μίαν μόνον ἄρσιν· - οὕτω τόνος τρίμετρος, στίχος τρίμετρος, Ἡρόδ. 1. 174· τρίμετρον, τό, Ἀριστοφ. Νεφ. 642, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 8· ἔπη ἑξάμετρια καὶ τρίμ., δακτυλικὰ καὶ ἰαμβικά, Πλάτ. Νόμ. 810Ε, πρβλ. τετράμετρος.