ἀκή: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκή''': ἡ, οὐσιαστ. ἀναφερόμενον ὑπὸ Γραμμ. (Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.) [[μετὰ]] τριῶν σημασιῶν. Ι. [[αἰχμή]], (πρβλ. [[ἀκίς]], [[ἄκων]], [[ἄκαινα]], [[ἄκανος]], [[ἀκόνη]], [[ἄκρος]], ὠκύς, τὴν κατάλ. -ήκης, τὴν μετοχ. [[ἀκαχμένος]], [[ὡσαύτως]] [[ἀκωκή]]. Ἴσως δὲ καὶ [[ἀκμή]], [[αἰχμή]], Σανσκρ. açan ([[βέλος]]), âçus ([[ταχύς]]), Ζενδικ. aku ([[ἀκωκή]]), Λατ. acus, acuo, acer, ocior καὶ ἴσ. acies, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. egg-ja (acuo). ΙΙ. [[σιγή]], [[ἡσυχία]], [[σιωπή]], (πρβλ. [[ἀκήν]], [[ἀκέων]], ἀκᾶ, [[ἄκασκα]], [[ἀκασκαῖος]], ἦκα, ἤκιστα, ἤκαλος). ΙΙΙ. [[θεραπεία]], ([[ὁπόθεν]] [[ἀκέομαι]], [[ἴσως]] δὲ καὶ αἰκάλος, [[αἰκάλλω]]), Ἱππ. 853C, 866Β. - Ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει ὅτι αἱ σημ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ. ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, [[καθότι]] ἡ κοινὴ ἀμφοτέρων [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἡ τῆς ἡσυχίας, πραότητος ἢ ἡμερότητος. | |lstext='''ἀκή''': ἡ, οὐσιαστ. ἀναφερόμενον ὑπὸ Γραμμ. (Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.) [[μετὰ]] τριῶν σημασιῶν. Ι. [[αἰχμή]], (πρβλ. [[ἀκίς]], [[ἄκων]], [[ἄκαινα]], [[ἄκανος]], [[ἀκόνη]], [[ἄκρος]], ὠκύς, τὴν κατάλ. -ήκης, τὴν μετοχ. [[ἀκαχμένος]], [[ὡσαύτως]] [[ἀκωκή]]. Ἴσως δὲ καὶ [[ἀκμή]], [[αἰχμή]], Σανσκρ. açan ([[βέλος]]), âçus ([[ταχύς]]), Ζενδικ. aku ([[ἀκωκή]]), Λατ. acus, acuo, acer, ocior καὶ ἴσ. acies, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. egg-ja (acuo). ΙΙ. [[σιγή]], [[ἡσυχία]], [[σιωπή]], (πρβλ. [[ἀκήν]], [[ἀκέων]], ἀκᾶ, [[ἄκασκα]], [[ἀκασκαῖος]], ἦκα, ἤκιστα, ἤκαλος). ΙΙΙ. [[θεραπεία]], ([[ὁπόθεν]] [[ἀκέομαι]], [[ἴσως]] δὲ καὶ αἰκάλος, [[αἰκάλλω]]), Ἱππ. 853C, 866Β. - Ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει ὅτι αἱ σημ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ. ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, [[καθότι]] ἡ κοινὴ ἀμφοτέρων [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἡ τῆς ἡσυχίας, πραότητος ἢ ἡμερότητος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ῆς (ἡ) :<br />pointe.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀκίς]].<br /><span class="bld">2</span>ῆς (ἡ) :<br />silence.<br />'''Étymologie:''' DELG les dérivés, archaïques et rares, expriment plus l’idée de « douceur » que l’idée de « silence » ; à rattacher pê à [[ἦκα]].<br /><span class="bld">3</span>ῆς (ἡ) :<br />action de secourir, de porter remède.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀκέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ἡ, (cf. ἀκίς)
A point, Hsch., Suid.
ἀκή (B), ἡ, (cf. ἀκᾷ)
A silence, ἀκὴν ἔχεν Mosch.2.18; ἀκὴν ἦγες Hsch.
ἀκή (C), ἡ, (cf. ἀκέομαι)
A healing, Hp.Mochl.21, cf.Hum.1.
German (Pape)
[Seite 71] ἡ, die Spitze, nur bei VLL.; vgl. ἀκωκή. ἀκίς. acuo. S. auch ἀκήν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκή: ἡ, οὐσιαστ. ἀναφερόμενον ὑπὸ Γραμμ. (Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.) μετὰ τριῶν σημασιῶν. Ι. αἰχμή, (πρβλ. ἀκίς, ἄκων, ἄκαινα, ἄκανος, ἀκόνη, ἄκρος, ὠκύς, τὴν κατάλ. -ήκης, τὴν μετοχ. ἀκαχμένος, ὡσαύτως ἀκωκή. Ἴσως δὲ καὶ ἀκμή, αἰχμή, Σανσκρ. açan (βέλος), âçus (ταχύς), Ζενδικ. aku (ἀκωκή), Λατ. acus, acuo, acer, ocior καὶ ἴσ. acies, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. egg-ja (acuo). ΙΙ. σιγή, ἡσυχία, σιωπή, (πρβλ. ἀκήν, ἀκέων, ἀκᾶ, ἄκασκα, ἀκασκαῖος, ἦκα, ἤκιστα, ἤκαλος). ΙΙΙ. θεραπεία, (ὁπόθεν ἀκέομαι, ἴσως δὲ καὶ αἰκάλος, αἰκάλλω), Ἱππ. 853C, 866Β. - Ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει ὅτι αἱ σημ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ. ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, καθότι ἡ κοινὴ ἀμφοτέρων ἔννοια εἶναι ἡ τῆς ἡσυχίας, πραότητος ἢ ἡμερότητος.
French (Bailly abrégé)
1ῆς (ἡ) :
pointe.
Étymologie: cf. ἀκίς.
2ῆς (ἡ) :
silence.
Étymologie: DELG les dérivés, archaïques et rares, expriment plus l’idée de « douceur » que l’idée de « silence » ; à rattacher pê à ἦκα.
3ῆς (ἡ) :
action de secourir, de porter remède.
Étymologie: cf. ἀκέομαι.