αἰνός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰνός''': -ή, -όν, Ἐπ. καὶ Ἰων. [[λέξις]] = [[δεινός]], ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδάρῳ Π. 11. 85. Σοφ. Αἴ. 706 (λυρ.). Φοβερός, [[σκληρός]], [[χαλεπός]], [[τρομερός]], [[συχν]]. παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ αἰσθημάτων, [[ἄχος]], [[χόλος]], [[τρόμος]], [[κάματος]], [[ὀϊζύς]]· ἐπὶ καταστάσεως καὶ πράξεων, ὡς [[δηϊοτής]], [[πόλεμος]], [[μόρος]], κτλ.· ἐπὶ προσώπων, [[τρομερός]], [[φοβερός]], ἰδίως περὶ τοῦ [[Διός]]: αἰνότατε Κρονίδη, Ἰλ. Δ. 25, κτλ.· περὶ τῆς Παλλάδος Θ. 423. ΙΙ. ἐπίρρ. -νῶς, φοβερά, ὅ ἐ. παραδόξως, καθ᾿ ὑπερβολήν, Ἰλ. Κ. 38: ‒ ἔοικέ τινι, Γ. 158, Ὀδ. Α. 208· φιλέεσκε, Α. 264· ἐπὶ γόνυ κέκλιται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 930 (λυρ.)· φεύγειν τι, Ἡρόδ. 4. 76· [[ὡσαύτως]] κ. μετ᾿ ἐπιθέτου, αἰνῶς κακός, = φοβερὰ κακός, Ὀδ. Ρ. 24· αἰνῶς [[πικρός]], Ἡρόδ. 4. 52· τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης, [[αὐτόθι]] 61: ‒ [[ὡσαύτως]] αἰνὰ ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Α. 414: ‒ ὑπερθ. -ότατον, Ν. 52.
|lstext='''αἰνός''': -ή, -όν, Ἐπ. καὶ Ἰων. [[λέξις]] = [[δεινός]], ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδάρῳ Π. 11. 85. Σοφ. Αἴ. 706 (λυρ.). Φοβερός, [[σκληρός]], [[χαλεπός]], [[τρομερός]], [[συχν]]. παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ αἰσθημάτων, [[ἄχος]], [[χόλος]], [[τρόμος]], [[κάματος]], [[ὀϊζύς]]· ἐπὶ καταστάσεως καὶ πράξεων, ὡς [[δηϊοτής]], [[πόλεμος]], [[μόρος]], κτλ.· ἐπὶ προσώπων, [[τρομερός]], [[φοβερός]], ἰδίως περὶ τοῦ [[Διός]]: αἰνότατε Κρονίδη, Ἰλ. Δ. 25, κτλ.· περὶ τῆς Παλλάδος Θ. 423. ΙΙ. ἐπίρρ. -νῶς, φοβερά, ὅ ἐ. παραδόξως, καθ᾿ ὑπερβολήν, Ἰλ. Κ. 38: ‒ ἔοικέ τινι, Γ. 158, Ὀδ. Α. 208· φιλέεσκε, Α. 264· ἐπὶ γόνυ κέκλιται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 930 (λυρ.)· φεύγειν τι, Ἡρόδ. 4. 76· [[ὡσαύτως]] κ. μετ᾿ ἐπιθέτου, αἰνῶς κακός, = φοβερὰ κακός, Ὀδ. Ρ. 24· αἰνῶς [[πικρός]], Ἡρόδ. 4. 52· τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης, [[αὐτόθι]] 61: ‒ [[ὡσαύτως]] αἰνὰ ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Α. 414: ‒ ὑπερθ. -ότατον, Ν. 52.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />terrible, affreux, effrayant ; <i>adv.</i> • [[αἰνά]] IL pour notre malheur.<br />'''Étymologie:''' DELG terme expressif, sans étymologie, ce qui n’étonne pas.
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνός Medium diacritics: αἰνός Low diacritics: αινός Capitals: ΑΙΝΟΣ
Transliteration A: ainós Transliteration B: ainos Transliteration C: ainos Beta Code: ai)no/s

English (LSJ)

ή, όν, poet.,

   A = δεινός, dread, horrible, freq. in Hom., of feelings, ἄχος, χόλος, τρόμος, κάματος, ὀϊζύς, Il.4.169, 22.94, 7.215, 10.312, Od.15.342; of states and actions, as δηϊοτής, πόλεμος, μόρος, Il. 5.409, Od.8.519 (Sup.), Il.18.465; of persons, dread, terrible, esp. of Zeus, αἰνότατε Κρονίδη Il.4.25, etc.; σύ γ' αἰνοτάτη, of Pallas, 8.423; of monsters or animals, πέλωρα Od.10.219; ὄφις Hes.Fr.14; λῖς Theoc.25.252.    II Adv. -νῶς terribly, i.e. strangely, exceedingly, Il.10.38; ἔοικέ τινι 3.158, Od.1.208; φιλέεσκε 1.264; ἐπὶ γόνυ κέκλιται A.Pers.930 (lyr.); φεύγειν τι Hdt.4.76; with Adj., αἰ. κακός terribly bad, Od.17.24; αἰ. πικρός Hdt.4.52; τῆς Σκυθικῆς αἰ. ἀξύλου ἐούσης ib.61:—neut. pl. αἰνά as Adv., Il.1.414: Sup. -ότατον 13.52.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνός: -ή, -όν, Ἐπ. καὶ Ἰων. λέξις = δεινός, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδάρῳ Π. 11. 85. Σοφ. Αἴ. 706 (λυρ.). Φοβερός, σκληρός, χαλεπός, τρομερός, συχν. παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ αἰσθημάτων, ἄχος, χόλος, τρόμος, κάματος, ὀϊζύς· ἐπὶ καταστάσεως καὶ πράξεων, ὡς δηϊοτής, πόλεμος, μόρος, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, τρομερός, φοβερός, ἰδίως περὶ τοῦ Διός: αἰνότατε Κρονίδη, Ἰλ. Δ. 25, κτλ.· περὶ τῆς Παλλάδος Θ. 423. ΙΙ. ἐπίρρ. -νῶς, φοβερά, ὅ ἐ. παραδόξως, καθ᾿ ὑπερβολήν, Ἰλ. Κ. 38: ‒ ἔοικέ τινι, Γ. 158, Ὀδ. Α. 208· φιλέεσκε, Α. 264· ἐπὶ γόνυ κέκλιται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 930 (λυρ.)· φεύγειν τι, Ἡρόδ. 4. 76· ὡσαύτως κ. μετ᾿ ἐπιθέτου, αἰνῶς κακός, = φοβερὰ κακός, Ὀδ. Ρ. 24· αἰνῶς πικρός, Ἡρόδ. 4. 52· τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης, αὐτόθι 61: ‒ ὡσαύτως αἰνὰ ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Α. 414: ‒ ὑπερθ. -ότατον, Ν. 52.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
terrible, affreux, effrayant ; adv. • αἰνά IL pour notre malheur.
Étymologie: DELG terme expressif, sans étymologie, ce qui n’étonne pas.