ἀντωπός: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντωπός''': -όν, (ὤψ), ὁ ἀντιβλέπων, ὁ ἀτενίζων κατὰ [[πρόσωπον]], ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισιν ἔρωτα δέδωκας Εὐρ. Ι. Α. 585· τῆς ὄψεως ἀντωπά, τὰ [[ἔμπροσθεν]] μέρη τοῦ προσώπου, Λουκ. Εἰκ. 6: [[ἐναντίος]], [[ἀπέναντι]], [[ἔμπαλιν]] ἀντωπὸς Ἀνθ. Π. 10. 14: - [[ὡσαύτως]], [[ὅμοιος]], ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος Ὀππ. Ἁλ. 5. 7· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «[[ἀντωπός]]· [[λαμπρός]], [[ἀντίος]], τοῖς ὄμμασιν», «ἀντωπόν· ἀντόφθαλμον» ὁ αὐτ. | |lstext='''ἀντωπός''': -όν, (ὤψ), ὁ ἀντιβλέπων, ὁ ἀτενίζων κατὰ [[πρόσωπον]], ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισιν ἔρωτα δέδωκας Εὐρ. Ι. Α. 585· τῆς ὄψεως ἀντωπά, τὰ [[ἔμπροσθεν]] μέρη τοῦ προσώπου, Λουκ. Εἰκ. 6: [[ἐναντίος]], [[ἀπέναντι]], [[ἔμπαλιν]] ἀντωπὸς Ἀνθ. Π. 10. 14: - [[ὡσαύτως]], [[ὅμοιος]], ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος Ὀππ. Ἁλ. 5. 7· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «[[ἀντωπός]]· [[λαμπρός]], [[ἀντίος]], τοῖς ὄμμασιν», «ἀντωπόν· ἀντόφθαλμον» ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui regarde en face ; placé en face.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
όν, (ὤψ)
A with the eyes front, facing, ἀντωπὰ βλέφαρα E.IA564; ἀντωπὸς βλέψαι AP12.196 (Strat.); τῆς ὄψεως ἀντωπά front parts of the face, Luc.Im.6; opposite, AP10.14 (Agath.); full in the face, βέλος APl.4.134 (Mel.); of an eagle, ἀ. ἁλίω Ecphant. ap. Stob.4.7.64. 2 like, Opp.H.5.7.
German (Pape)
[Seite 265] (ὤψ), mit entgegengekehrtem Antlitz; gerade ansehend, ἀντωπὰ βλέφαρα Eur. I. A. 584; ἀντωπὸς βλέψας Strat. 38 (XII, 196); ὅσα τῆς ὄψεως ἀντωπά, die Theile des Gesichts von vorn, Luc. Imagg. 6; übh. entgegen, θάλασσα ἀντωπὸς πρὸς βάθος εἰσάγεται Agath. 57 (X, 14); vgl. Mel. 117 (Plan. 134); dah. ἀντ. μακάρεσσι γένος, ähnlich, Opp. Hal. 5, 7. – Adv. ἀντωπόν = ἀντικρύ, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντωπός: -όν, (ὤψ), ὁ ἀντιβλέπων, ὁ ἀτενίζων κατὰ πρόσωπον, ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισιν ἔρωτα δέδωκας Εὐρ. Ι. Α. 585· τῆς ὄψεως ἀντωπά, τὰ ἔμπροσθεν μέρη τοῦ προσώπου, Λουκ. Εἰκ. 6: ἐναντίος, ἀπέναντι, ἔμπαλιν ἀντωπὸς Ἀνθ. Π. 10. 14: - ὡσαύτως, ὅμοιος, ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος Ὀππ. Ἁλ. 5. 7· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀντωπός· λαμπρός, ἀντίος, τοῖς ὄμμασιν», «ἀντωπόν· ἀντόφθαλμον» ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui regarde en face ; placé en face.
Étymologie: ἀντί, ὤψ.