σινδών: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σινδών''': -όνος, ἡ, (αἰτιατ. πληθ. παρ’ Ἡσυχ. [[σινδούς]], ὡς εἰκοὺς ἐκ τοῦ [[εἰκών]])· ― [[λεπτὸν]] [[ὕφασμα]], [[εἶδος]] «μουσελίνας» (πιθ. παράγεται ἐκ τοῦ [[Ἰνδός]], Sind), Ἡρόδ. 1. 200., 2. 95, ἴδε Ritter Erdkum…e 5. 436· σινδὼν βυσσίνη, ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν πρὸς περιβολὴν τοῦ ταριχευθέντος νεκροῦ («μουμίας»), Ἡρόδ. 2. 86., 7. 181 (ἴδε ἐν λ. [[βύσσος]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐξ ἐρίου τὰς σινδόνας ὑφαίνουσιν, λέγει ὁ Θεόφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 4. 7, 7, πρβλ. Στράβ. 693· ― βραδύτερον [[καθόλου]], [[λεπτὸν]] [[ὕφασμα]], βρόχῳ μιτώδει σινδόνος Σοφ. Ἀντ. 1222· σινδόνος βυσσίνης τελαμῶνες, [[ἐπίδεσμος]], ὧν χρήσιν ποιεῖται ὁ [[χειρουργός]], Ἡρόδ. 7. 181· τῶν [[πάνυ]] λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων Θουκ. 2. 49, 4. 2) πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον [[οἷον]] [[ἔνδυμα]] λεπτόν, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 10· [[μάκτρον]], [[χειρόμακτρον]], Λατ. mappula, Ἀλκίφρων 3. 66· πλοίου [[ἱστίον]], Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36, Ἀλκίφρων 1. 12, κτλ. Πρβλ. Bast. Ep. Gr. σ. 180.
|lstext='''σινδών''': -όνος, ἡ, (αἰτιατ. πληθ. παρ’ Ἡσυχ. [[σινδούς]], ὡς εἰκοὺς ἐκ τοῦ [[εἰκών]])· ― [[λεπτὸν]] [[ὕφασμα]], [[εἶδος]] «μουσελίνας» (πιθ. παράγεται ἐκ τοῦ [[Ἰνδός]], Sind), Ἡρόδ. 1. 200., 2. 95, ἴδε Ritter Erdkum…e 5. 436· σινδὼν βυσσίνη, ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν πρὸς περιβολὴν τοῦ ταριχευθέντος νεκροῦ («μουμίας»), Ἡρόδ. 2. 86., 7. 181 (ἴδε ἐν λ. [[βύσσος]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐξ ἐρίου τὰς σινδόνας ὑφαίνουσιν, λέγει ὁ Θεόφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 4. 7, 7, πρβλ. Στράβ. 693· ― βραδύτερον [[καθόλου]], [[λεπτὸν]] [[ὕφασμα]], βρόχῳ μιτώδει σινδόνος Σοφ. Ἀντ. 1222· σινδόνος βυσσίνης τελαμῶνες, [[ἐπίδεσμος]], ὧν χρήσιν ποιεῖται ὁ [[χειρουργός]], Ἡρόδ. 7. 181· τῶν [[πάνυ]] λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων Θουκ. 2. 49, 4. 2) πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον [[οἷον]] [[ἔνδυμα]] λεπτόν, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 10· [[μάκτρον]], [[χειρόμακτρον]], Λατ. mappula, Ἀλκίφρων 3. 66· πλοίου [[ἱστίον]], Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36, Ἀλκίφρων 1. 12, κτλ. Πρβλ. Bast. Ep. Gr. σ. 180.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>I.</b> fin tissu de lin (de coton ? ; DELG <i>renvoie à</i> [[βύσσος]]) à l’usage des Indiens ; <i>p. anal.</i> sorte de mousseline;<br /><b>II.</b> objet fait de cette étoffe de lin :<br /><b>1</b> robe légère;<br /><b>2</b> ceinture.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sémit. certain.
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σινδών Medium diacritics: σινδών Low diacritics: σινδών Capitals: ΣΙΝΔΩΝ
Transliteration A: sindṓn Transliteration B: sindōn Transliteration C: sindon Beta Code: sindw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ (ὁ, A.Fr.153; acc. pl. in Hsch. σινδούς, as εἰκούς from εἰκών),

   A fine cloth, usually linen, Hdt.1.200,2.95, A. l.c., S.Fr.210.67; βρόχῳ μιτώδει σινδόνος Id.Ant.1222; σ. βυσσίνης τελαμῶνες, used for mummies, Hdt.2.86; of surgeons' bandages, Id.7.181 (but also ἐξ ἐρίου τὰς σ. ὑφαίνουσιν Thphr.HP4.7.7, cf. Str.15.1.20).    2 anything made of such cloth, garment of linen (sts. muslin), Michel832.19 (Samos, iv B.C.), PCair.Zen.176.255 (iii B.C.), SIG2754.5 (Pergam.), PTeb.182 (ii B.C.), UPZ84.4 (ii B.C.), Luc.Deor.Conc.10; ἐν εὐτελεῖ σ. Plu.2.340d; napkin, Alciphr.3.66; ship's sail, E.Fr.773.42 (lyr.), Luc.Epigr.39, Alciphr.1.12; flag, standard, Plb.2.66.10; cloth or sheet, σ. καθαρά PLond.1.46.206 (iv A.D.) (so of a winding-sheet, Ev.Matt.27.59, cf. PPar.18bis 10); σ. κοιτάριαι sheets, Edict.Diocl. 28.16, cf. Th.2.49; ἐντὸς σινδόνος within the veil, esoteric, Iamb.VP 17.72; ἔξω σ. exoteric, ib.18.89.

German (Pape)

[Seite 883] όνος, ἡ, Sindon, ein seines, gewebtes Zeug aus Indien, indische Leinwand, Her. 1, 200. 2, 95; auch aus Baumwolle, σινδὼν βυσσίνη, Schweigh. Her. 2, 86. 7, 181, also eine Art Musselin; κρεμαστὴν βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην, Soph. Ant. 1207; Thuc. 2, 49; Luc. Deor. Conc. 70. – Bei Pol. 2, 66, 10 eine Fahne. – Bei Alciphr. 1, 12 auch ἱστίου, Segeltuch. – Alles aus Sindon Gemachte, Kleider, Tücher, Servietten, Bast ep. crit. p. 180. – Das Wort ist entweder ägyptisches Ursprungs oder von Σινδός, = Ἰνδός abzuleiten.

Greek (Liddell-Scott)

σινδών: -όνος, ἡ, (αἰτιατ. πληθ. παρ’ Ἡσυχ. σινδούς, ὡς εἰκοὺς ἐκ τοῦ εἰκών)· ― λεπτὸν ὕφασμα, εἶδος «μουσελίνας» (πιθ. παράγεται ἐκ τοῦ Ἰνδός, Sind), Ἡρόδ. 1. 200., 2. 95, ἴδε Ritter Erdkum…e 5. 436· σινδὼν βυσσίνη, ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν πρὸς περιβολὴν τοῦ ταριχευθέντος νεκροῦ («μουμίας»), Ἡρόδ. 2. 86., 7. 181 (ἴδε ἐν λ. βύσσος)· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐξ ἐρίου τὰς σινδόνας ὑφαίνουσιν, λέγει ὁ Θεόφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 4. 7, 7, πρβλ. Στράβ. 693· ― βραδύτερον καθόλου, λεπτὸν ὕφασμα, βρόχῳ μιτώδει σινδόνος Σοφ. Ἀντ. 1222· σινδόνος βυσσίνης τελαμῶνες, ἐπίδεσμος, ὧν χρήσιν ποιεῖται ὁ χειρουργός, Ἡρόδ. 7. 181· τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων Θουκ. 2. 49, 4. 2) πᾶν πρᾶγμα ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον οἷον ἔνδυμα λεπτόν, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 10· μάκτρον, χειρόμακτρον, Λατ. mappula, Ἀλκίφρων 3. 66· πλοίου ἱστίον, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36, Ἀλκίφρων 1. 12, κτλ. Πρβλ. Bast. Ep. Gr. σ. 180.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
I. fin tissu de lin (de coton ? ; DELG renvoie à βύσσος) à l’usage des Indiens ; p. anal. sorte de mousseline;
II. objet fait de cette étoffe de lin :
1 robe légère;
2 ceinture.
Étymologie: DELG emprunt sémit. certain.