δροσώδης: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δροσώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] δρόσῳ, [[δροσερός]], [[ὑγρός]], Φερεκρ. Μεταλλ. 2, κτλ.· δ. ὕδατος [[νοτίς]], [[πηγή]], Εὐρ. Βάκχ. 704.
|lstext='''δροσώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] δρόσῳ, [[δροσερός]], [[ὑγρός]], Φερεκρ. Μεταλλ. 2, κτλ.· δ. ὕδατος [[νοτίς]], [[πηγή]], Εὐρ. Βάκχ. 704.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à de la rosée.<br />'''Étymologie:''' [[δρόσος]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δροσώδης Medium diacritics: δροσώδης Low diacritics: δροσώδης Capitals: ΔΡΟΣΩΔΗΣ
Transliteration A: drosṓdēs Transliteration B: drosōdēs Transliteration C: drosodis Beta Code: drosw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A dewy, moist, κύπειρος Pherecr.109; λιβάς Antiph. 52.13; κρεάδια Alex.124.12; ἱδρώς Plu.2.695c; δ. ὕδατος νοτίς a spring of fresh water, E.Ba.705.

German (Pape)

[Seite 668] ες, = δροσοειδής; κύπειρος Phereer. bei Ath. XV, 685 a; μέτωπον Anacr. 16, 9; in Prosa öfter, = δροσερός, z. B. Plut. Qu. nat. 5.

Greek (Liddell-Scott)

δροσώδης: -ες, ὅμοιος δρόσῳ, δροσερός, ὑγρός, Φερεκρ. Μεταλλ. 2, κτλ.· δ. ὕδατος νοτίς, πηγή, Εὐρ. Βάκχ. 704.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à de la rosée.
Étymologie: δρόσος, -ωδης.