εἰλικρινής: Difference between revisions
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰλῐκρῐνής''': -ές, [[ἄμικτος]], [[ἄνευ]] συμμίξεως, [[καθαρός]], Λατ. sincerus, ἐκ πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Ἱππ. 351. 4, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα [[εἶναι]] (ἐνν. τὰ φῦλα), οὐχὶ ἀναμεμιγμένα, ἀλλ’ ἄμικτα καὶ κεχωρισμένα, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν [[ἰδεῖν]] εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμικτον Πλάτ. Συμπ. 211Ε· τὸ ἧττον εἰλικρινές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καθαρώτερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 20· τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα ἐν ἑτέροις ὁ αὐτ. π. Χρωματ. 3. 10· τὸ λευκὸν [[μέλι]] οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· εἰλ. καὶ ἀμιγὴς π. Ψυχ. 3. 2, 13· τὸ δὲ ἓν εἰλ. καὶ καθαρὸν Πλούτ. 2. 393C. 2) [[καθαρός]], [[ἁπλοῦς]], [[ἀπόλυτος]], ἀσχέτως θεωρούμενος, αὐτῇ καθ’ αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Πλάτ. Φαίδων 66Α· ψυχὴν αὐτὴν καθ’ αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι [[αὐτόθι]] 81C· γνωσόμεθα... πᾶν τὸ εἰλ., τὸ καθαρὸν καὶ ἀπόλυτον, [[αὐτόθι]] 67Β· τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλ. ὁ αὐτ. Φίληβ. 52D· τὰς τέρψεις εἰλ. ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. 12Β· ἡδονῆς εἰλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 6, 4· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῶν πραγμάτων, [[οὔκουν]], [[εἴγε]] [[οὕτως]] ἔχει τοῦτο, [[εἰλικρινής]] τις ἂν εἴη [[ἀδικία]] ἡ [[ἀχαριστία]]; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, καθαρῶς, ἀπολύτως, διὰ τὸ εἰλ. [[εἶναι]] Ἕλληνες καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Πλάτ. Μενέξ. 245D· τὸ εἰλ. ὄν, τὸ ἀπολύτως ὑπάρχον, ὁ αὐτ. Πολ. 477Α, πρβλ. Συμπ. 181C· εἰλ. ὅλον λευκὸν Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 5. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται μόνον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ. Ἡ ἀρχικὴ [[σημασία]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] φανερὰ ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει [[βεβαιότης]] περὶ τῆς ἀρχῆς ἢ παραγωγῆς τοῦ πρώτου συνθετικοῦ μέρους, εἰλι-. Κοινῶς ἀναφέρεται εἰς τὰς λέξεις εἵλη, [[κρίνω]], ὡς εἰ κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινεν ἐξετασθεὶς διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου. Ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] εἵλη σημαίνει [[θάλπος]], οὐχὶ φῶς· καὶ δὲν ὑπάρχει [[ἔνδειξις]] τοιαύτης σημασίας παρ’ οὐδενὶ συγγραφεῖ. Ἄλλοι θέλουσιν ὅτι τὸ εἰλι- παράγεται ἐκ τῆς √ΕΛ, εἱλίσσω, [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] τοῦ εἰλικρινὴς θὰ ἦτο, κεχωρισμένος ἢ κοσκινισμένος διὰ περιδινήσεως, [[ἄμικτος]], [[καθαρός]]. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ παραγωγὴ δὲν ἱκανοποιεῖ. Ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. γράφεται εἱλ-, [[ὅπερ]] ἔχει ὀρθῶς δι’ ἑκατέραν τῶν παραγωγῶν). | |lstext='''εἰλῐκρῐνής''': -ές, [[ἄμικτος]], [[ἄνευ]] συμμίξεως, [[καθαρός]], Λατ. sincerus, ἐκ πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Ἱππ. 351. 4, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα [[εἶναι]] (ἐνν. τὰ φῦλα), οὐχὶ ἀναμεμιγμένα, ἀλλ’ ἄμικτα καὶ κεχωρισμένα, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν [[ἰδεῖν]] εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμικτον Πλάτ. Συμπ. 211Ε· τὸ ἧττον εἰλικρινές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καθαρώτερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 20· τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα ἐν ἑτέροις ὁ αὐτ. π. Χρωματ. 3. 10· τὸ λευκὸν [[μέλι]] οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· εἰλ. καὶ ἀμιγὴς π. Ψυχ. 3. 2, 13· τὸ δὲ ἓν εἰλ. καὶ καθαρὸν Πλούτ. 2. 393C. 2) [[καθαρός]], [[ἁπλοῦς]], [[ἀπόλυτος]], ἀσχέτως θεωρούμενος, αὐτῇ καθ’ αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Πλάτ. Φαίδων 66Α· ψυχὴν αὐτὴν καθ’ αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι [[αὐτόθι]] 81C· γνωσόμεθα... πᾶν τὸ εἰλ., τὸ καθαρὸν καὶ ἀπόλυτον, [[αὐτόθι]] 67Β· τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλ. ὁ αὐτ. Φίληβ. 52D· τὰς τέρψεις εἰλ. ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. 12Β· ἡδονῆς εἰλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 6, 4· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῶν πραγμάτων, [[οὔκουν]], [[εἴγε]] [[οὕτως]] ἔχει τοῦτο, [[εἰλικρινής]] τις ἂν εἴη [[ἀδικία]] ἡ [[ἀχαριστία]]; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, καθαρῶς, ἀπολύτως, διὰ τὸ εἰλ. [[εἶναι]] Ἕλληνες καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Πλάτ. Μενέξ. 245D· τὸ εἰλ. ὄν, τὸ ἀπολύτως ὑπάρχον, ὁ αὐτ. Πολ. 477Α, πρβλ. Συμπ. 181C· εἰλ. ὅλον λευκὸν Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 5. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται μόνον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ. Ἡ ἀρχικὴ [[σημασία]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] φανερὰ ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει [[βεβαιότης]] περὶ τῆς ἀρχῆς ἢ παραγωγῆς τοῦ πρώτου συνθετικοῦ μέρους, εἰλι-. Κοινῶς ἀναφέρεται εἰς τὰς λέξεις εἵλη, [[κρίνω]], ὡς εἰ κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινεν ἐξετασθεὶς διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου. Ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] εἵλη σημαίνει [[θάλπος]], οὐχὶ φῶς· καὶ δὲν ὑπάρχει [[ἔνδειξις]] τοιαύτης σημασίας παρ’ οὐδενὶ συγγραφεῖ. Ἄλλοι θέλουσιν ὅτι τὸ εἰλι- παράγεται ἐκ τῆς √ΕΛ, εἱλίσσω, [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] τοῦ εἰλικρινὴς θὰ ἦτο, κεχωρισμένος ἢ κοσκινισμένος διὰ περιδινήσεως, [[ἄμικτος]], [[καθαρός]]. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ παραγωγὴ δὲν ἱκανοποιεῖ. Ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. γράφεται εἱλ-, [[ὅπερ]] ἔχει ὀρθῶς δι’ ἑκατέραν τῶν παραγωγῶν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> séparé, distinct;<br /><b>2</b> qui est dans toute sa pureté, pur ; <i>en mauv. part</i> [[εἰλικρινής]] [[ἀδικία]] XÉN injustice pure et simple, <i>càd</i> absolue, <i>sel. d’autres</i> injustice éclatante.<br />'''Étymologie:''' [[εἷλον]], [[κρίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A unmixed, without alloy, pure, ἐκ πυρὸς τοῦ -εστάτου καὶ ὕδατος Hp. Vict.1.35; θέρμη, ψῦξις, Id.VM19; διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι (sc. τὰ φῦλα) distinct and separate, X.Cyr.8.5.14; εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰ., καθαρόν, ἄμεικτον Pl.Smp.211e; τὸ ἧττον εἰ., opp. τὸ καθαρώτερον, Arist.Mete.340b8; τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰ. οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα Id.Col.793b13; τὸ λευκὸν [μέλι] οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς Id.HA627a3; εἰ. καὶ ἀμιγής Id.de An.426b4; ἐν μεγάλῳ εἰ. καὶ κενῷ Epicur.Ep.2p.37U. (fort. καὶ εἰ.) ; τὸ ἓν εἰ. καὶ καθαρόν Plu. 2.393c. 2 pure, simple, absolute, αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος the pure and absolute intellect, Pl.Phd.66a; ψυχὴν αὐτὴν καθ' αὑτὴν εἰ. ἀπαλλάξεσθαι ib.81c; γνωσόμεθα . . πᾶν τὸ εἰ. the pure and absolute, ib.67b; τὸ καθαρόν τε καὶ εἰ. Id.Phlb.52d; τὰς τέρψεις εἰ. ἀποδιδόναι Isoc.1.46; ἡδονὴ εἰ. Arist.EN1176b20; εὐπορία -εστάτη Epicur.Sent.14; also of evil things, sheer, absolute, ἀδικία X.Mem.2.2.3. 3 sincere, ἀπόδεξις OGI227.12 (Didyma, iii B. C.); εὔνοια ib.763.41 (Milet., ii B. C.); of persons, Ep.Phil.1.10. Adv. -νῶς OGI441.5 (i B. C.). 4 total, ἐκλείψεις Cleom.2.5. II Adv. -νῶς without mixture, of itself, simply, absolutely, διὰ τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx.245d; τὸ εἰ. ὄν absolute being, Id.R.477a; εἰ. ὑπὸ τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους Id.Smp.181c; εἰ. ὅλον λευκόν Arist.Ph.187b4; without qualification, -νῶς Ταραντῖνοι Arr.Tact. 4.6: Ion. εἰλικριν-έως, κρίνεσθαι to have a clear crisis, Hp.Epid.4.7.—The word is confined to Prose.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλῐκρῐνής: -ές, ἄμικτος, ἄνευ συμμίξεως, καθαρός, Λατ. sincerus, ἐκ πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Ἱππ. 351. 4, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι (ἐνν. τὰ φῦλα), οὐχὶ ἀναμεμιγμένα, ἀλλ’ ἄμικτα καὶ κεχωρισμένα, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμικτον Πλάτ. Συμπ. 211Ε· τὸ ἧττον εἰλικρινές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καθαρώτερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 20· τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα ἐν ἑτέροις ὁ αὐτ. π. Χρωματ. 3. 10· τὸ λευκὸν μέλι οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· εἰλ. καὶ ἀμιγὴς π. Ψυχ. 3. 2, 13· τὸ δὲ ἓν εἰλ. καὶ καθαρὸν Πλούτ. 2. 393C. 2) καθαρός, ἁπλοῦς, ἀπόλυτος, ἀσχέτως θεωρούμενος, αὐτῇ καθ’ αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Πλάτ. Φαίδων 66Α· ψυχὴν αὐτὴν καθ’ αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι αὐτόθι 81C· γνωσόμεθα... πᾶν τὸ εἰλ., τὸ καθαρὸν καὶ ἀπόλυτον, αὐτόθι 67Β· τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλ. ὁ αὐτ. Φίληβ. 52D· τὰς τέρψεις εἰλ. ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. 12Β· ἡδονῆς εἰλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 6, 4· -ὡσαύτως ἐπὶ κακῶν πραγμάτων, οὔκουν, εἴγε οὕτως ἔχει τοῦτο, εἰλικρινής τις ἂν εἴη ἀδικία ἡ ἀχαριστία; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, καθαρῶς, ἀπολύτως, διὰ τὸ εἰλ. εἶναι Ἕλληνες καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Πλάτ. Μενέξ. 245D· τὸ εἰλ. ὄν, τὸ ἀπολύτως ὑπάρχον, ὁ αὐτ. Πολ. 477Α, πρβλ. Συμπ. 181C· εἰλ. ὅλον λευκὸν Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 5. - Ἡ λέξις εὕρηται μόνον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ. Ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς λέξεως εἶναι φανερὰ ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει βεβαιότης περὶ τῆς ἀρχῆς ἢ παραγωγῆς τοῦ πρώτου συνθετικοῦ μέρους, εἰλι-. Κοινῶς ἀναφέρεται εἰς τὰς λέξεις εἵλη, κρίνω, ὡς εἰ κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινεν ἐξετασθεὶς διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου. Ἀλλ’ ἡ λέξις εἵλη σημαίνει θάλπος, οὐχὶ φῶς· καὶ δὲν ὑπάρχει ἔνδειξις τοιαύτης σημασίας παρ’ οὐδενὶ συγγραφεῖ. Ἄλλοι θέλουσιν ὅτι τὸ εἰλι- παράγεται ἐκ τῆς √ΕΛ, εἱλίσσω, ὥστε ἡ πρώτη σημασία τοῦ εἰλικρινὴς θὰ ἦτο, κεχωρισμένος ἢ κοσκινισμένος διὰ περιδινήσεως, ἄμικτος, καθαρός. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ παραγωγὴ δὲν ἱκανοποιεῖ. Ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. γράφεται εἱλ-, ὅπερ ἔχει ὀρθῶς δι’ ἑκατέραν τῶν παραγωγῶν).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 séparé, distinct;
2 qui est dans toute sa pureté, pur ; en mauv. part εἰλικρινής ἀδικία XÉN injustice pure et simple, càd absolue, sel. d’autres injustice éclatante.
Étymologie: εἷλον, κρίνω.