εἰρωνεία: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰρωνεία''': ἡ, [[προσποίησις]], προσπεποιημένη [[ἄγνοια]] πρὸς ἐξερέθισιν ἢ σύγχυσιν ἀντιπάλου· [[τρόπος]] συζητήσεως, ὃν μετεχειρίζετο ὁ [[Σωκράτης]] [[ἐναντίον]] τῶν σοφιστῶν, Πλάτ. Πολ. 337Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Κικ. de Or. 2. 67· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀλαζονείαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 12· πρβλ. [[προσποίησις]] ἐν τέλει. ΙΙ. πᾶν προσποιητόν, [[ὑπόκρισις]], [[προσποίησις]], [[ὅταν]] τις κατὰ πρῶτον φαίνηται ὅτι [[εἶναι]] [[πρόθυμος]] καὶ ἀκολούθως ἀποσύρεται, Δημ. 42. 7· τὴν ἡμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν (κοινῶς ῥᾳθυμίαν) ὁ αὐτ. 50. 27.
|lstext='''εἰρωνεία''': ἡ, [[προσποίησις]], προσπεποιημένη [[ἄγνοια]] πρὸς ἐξερέθισιν ἢ σύγχυσιν ἀντιπάλου· [[τρόπος]] συζητήσεως, ὃν μετεχειρίζετο ὁ [[Σωκράτης]] [[ἐναντίον]] τῶν σοφιστῶν, Πλάτ. Πολ. 337Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Κικ. de Or. 2. 67· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀλαζονείαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 12· πρβλ. [[προσποίησις]] ἐν τέλει. ΙΙ. πᾶν προσποιητόν, [[ὑπόκρισις]], [[προσποίησις]], [[ὅταν]] τις κατὰ πρῶτον φαίνηται ὅτι [[εἶναι]] [[πρόθυμος]] καὶ ἀκολούθως ἀποσύρεται, Δημ. 42. 7· τὴν ἡμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν (κοινῶς ῥᾳθυμίαν) ὁ αὐτ. 50. 27.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’interroger en feignant l’ignorance, ironie socratique.<br />'''Étymologie:''' [[εἰρωνεύομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρωνεία Medium diacritics: εἰρωνεία Low diacritics: ειρωνεία Capitals: ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Transliteration A: eirōneía Transliteration B: eirōneia Transliteration C: eironeia Beta Code: ei)rwnei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A dissimulation, i.e. ignorance purposely affected to provoke or confoun danantagonist, a mode of argument used by Socrates against the Sophists, Pl.R.337a, cf. Arist.EN1124b30, Cic.Acad. 2.5.15: generally, mock-modesty, opp. ἀλαζονεία, Arist.EN1108a22; sarcasm, Hermog.Id.2.8, al.; understatement, Phld.Lib.p.130.    II pretence, assumption, when a person at first appears willing, but then draws back, D.4.7; τὴν ἡμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν ib. 37.    III generally, dissembling, Ph.1.345 (pl.), al.    2 pretext, PSI5.452.23 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 735] ἡ, Verstellung im Reden, wenn Einer sich stellt, als wisse er Etwas nicht, was er weiß, bekanntlich die gew. Waffe, mit der Sokrates die Sophisten bekämpfte; Plat. Rep. I, 337 a; Arist. Eth. 4, 8, 13, der es Rhet. 2, 7 der ἀλαζονεία entgegensetzt, wie B. A. p. 243 u. Plut. Fab. 11. Nach Theophr. char. 1 προσποίησις ἐπὶ χεῖρον πράξεων καὶ λόγων. Bei Dem. 4, 7 von dem, der sich seiner Pflicht unter mancherlei Vorwänden entzieht, vgl. prooem. 14. – Bei den Rhett. die Figur der Ironie.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρωνεία: ἡ, προσποίησις, προσπεποιημένη ἄγνοια πρὸς ἐξερέθισιν ἢ σύγχυσιν ἀντιπάλου· τρόπος συζητήσεως, ὃν μετεχειρίζετο ὁ Σωκράτης ἐναντίον τῶν σοφιστῶν, Πλάτ. Πολ. 337Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Κικ. de Or. 2. 67· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀλαζονείαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 12· πρβλ. προσποίησις ἐν τέλει. ΙΙ. πᾶν προσποιητόν, ὑπόκρισις, προσποίησις, ὅταν τις κατὰ πρῶτον φαίνηται ὅτι εἶναι πρόθυμος καὶ ἀκολούθως ἀποσύρεται, Δημ. 42. 7· τὴν ἡμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν (κοινῶς ῥᾳθυμίαν) ὁ αὐτ. 50. 27.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’interroger en feignant l’ignorance, ironie socratique.
Étymologie: εἰρωνεύομαι.