ἐξάγιστος: Difference between revisions
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξάγιστος''': -ον, ([[ἐξαγίζω]]) [[ἐπάρατος]], [[ἀκάθαρτος]], [[πονηρός]], Δημ. 798. 6, Αἰσχίν. 69, 29, Διον. Ἁλ. 6. 89, κτλ. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1526, ἃ δ’ ἐξάγιστα [[μηδὲ]] κινεῖται λόγῳ, ὅσα [[εἶναι]] θρησκευτικὰ πράγματα καὶ δὲν δύναταί τις νὰ τὰ ἀναφέρῃ χωρὶς νὰ ἀσεβήσῃ. | |lstext='''ἐξάγιστος''': -ον, ([[ἐξαγίζω]]) [[ἐπάρατος]], [[ἀκάθαρτος]], [[πονηρός]], Δημ. 798. 6, Αἰσχίν. 69, 29, Διον. Ἁλ. 6. 89, κτλ. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1526, ἃ δ’ ἐξάγιστα [[μηδὲ]] κινεῖται λόγῳ, ὅσα [[εἶναι]] θρησκευτικὰ πράγματα καὶ δὲν δύναταί τις νὰ τὰ ἀναφέρῃ χωρὶς νὰ ἀσεβήσῃ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’il faut repousser <i>ou</i> fuir comme impur, maudit, criminel ; ἃ δ’ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ SOPH secret fatal auquel il ne faut pas toucher par la parole.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαγίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἐξαγίζω)
A devoted to evil, accursed, abominable, usu. of persons, D.25.93, D.H.6.89, Ph.1.265, etc.; of things, λιμήν Aeschin.3.113; βουλεύματα Jul.Or.2.99b. II in S.OC1526 ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ what things are matters of religion: cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 861] verwünscht, verflucht; von Personen, Dem. 25, 93; von Sachen, λιμήν Aesch. 3, 113; χρήματα Plut. Popl. 4; ἃ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was geheim zu halten, zu erzählen sündhaft ist, Soph. O. C. 1523; nach Hesych. πάντα τὰ ἱερὰ καὶ ἀφωσιωμένα, ἃ οὐχ οἷόν τε ἐκκομίζεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγιστος: -ον, (ἐξαγίζω) ἐπάρατος, ἀκάθαρτος, πονηρός, Δημ. 798. 6, Αἰσχίν. 69, 29, Διον. Ἁλ. 6. 89, κτλ. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1526, ἃ δ’ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, ὅσα εἶναι θρησκευτικὰ πράγματα καὶ δὲν δύναταί τις νὰ τὰ ἀναφέρῃ χωρὶς νὰ ἀσεβήσῃ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’il faut repousser ou fuir comme impur, maudit, criminel ; ἃ δ’ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ SOPH secret fatal auquel il ne faut pas toucher par la parole.
Étymologie: ἐξαγίζω.