χερσόνησος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χερσόνησος''': νεώτερ. Ἀττ. [[χερρόνησος]], ποιητ. [[χερόνησος]], ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925· ὡς καὶ νῦν, ἡ [[χέρσος]] ἅμα καὶ [[νῆσος]], σχεδὸν [[νῆσος]], peninsula, Ἡρόδ. 4. 12, Πλούτ., κλπ. 2) [[νῆσος]] συνδεδεμένη [[μετὰ]] γεφύρας πρὸς τὴν ξηράν, Παυσ. 5. 24, 1. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], ἡ Θρᾳκικὴ Χερσόνησος ἡ ἐκτεινομένη κατὰ [[μῆκος]] τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 6. 33, κἑξ. - [[ὡσαύτως]], ἡ Ταυρικὴ Χερσόνησος, δηλ. ἡ Κριμαία, Ἡρόδ. 4. 99, κλπ.· ἡ μεταξὺ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος [[χερσόνησος]], Θουκ. 4. 42. κἑξ. (ἴδε Arnold)· καὶ πολλαὶ ἄλλαι. | |lstext='''χερσόνησος''': νεώτερ. Ἀττ. [[χερρόνησος]], ποιητ. [[χερόνησος]], ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925· ὡς καὶ νῦν, ἡ [[χέρσος]] ἅμα καὶ [[νῆσος]], σχεδὸν [[νῆσος]], peninsula, Ἡρόδ. 4. 12, Πλούτ., κλπ. 2) [[νῆσος]] συνδεδεμένη [[μετὰ]] γεφύρας πρὸς τὴν ξηράν, Παυσ. 5. 24, 1. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], ἡ Θρᾳκικὴ Χερσόνησος ἡ ἐκτεινομένη κατὰ [[μῆκος]] τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 6. 33, κἑξ. - [[ὡσαύτως]], ἡ Ταυρικὴ Χερσόνησος, δηλ. ἡ Κριμαία, Ἡρόδ. 4. 99, κλπ.· ἡ μεταξὺ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος [[χερσόνησος]], Θουκ. 4. 42. κἑξ. (ἴδε Arnold)· καὶ πολλαὶ ἄλλαι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) ; <i>néo-att.</i> [[χερρόνησος]];<br /><b>I.</b> presqu’île, péninsule;<br /><b>II.</b> <i>n. géogr.</i><br /><b>1</b> la Chersonèse de Thrace (<i>auj.</i> péninsule de Gallipoli);<br /><b>2</b> la Chersonèse Taurique (<i>auj.</i> Crimée);<br /><b>3</b> <i>abs.</i> la Chersonèse, presqu’île entre Épidaure et Trézène (Méthana);<br /><b>4</b> ἡ [[χερσόνησος]] τῆς Βυβασσίης la Chersonèse de Bybassie.<br />'''Étymologie:''' [[χέρσος]], [[νῆσος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, later χερρόνησος, poet. χερόνησος (q. v.), Dor. χερσόνᾱσος SIG709.52 (ii B. C.), χέρνασος (q. v.):—
A peninsula, Hdt. 4.12, Th.6.97, Str.16.2.10, Plu.Pyrrh.6, etc. 2 island with a bridge to it, Paus.5.24.1. II as pr. n., of various peninsulas, esp. 1 the Chersonese, i.e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, Hdt.6.33. 2 the Tauric Chersonese or Crimea, Id.4.99, etc. 3 the peninsula between Epidaurus and Troezen, Th.4.42.
German (Pape)
[Seite 1351] att. χεῤῥόνησος, poet. auch χερόνησος, ἡ, Landinsel, d. i. Halbinsel, Her. 4, 12. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
χερσόνησος: νεώτερ. Ἀττ. χερρόνησος, ποιητ. χερόνησος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925· ὡς καὶ νῦν, ἡ χέρσος ἅμα καὶ νῆσος, σχεδὸν νῆσος, peninsula, Ἡρόδ. 4. 12, Πλούτ., κλπ. 2) νῆσος συνδεδεμένη μετὰ γεφύρας πρὸς τὴν ξηράν, Παυσ. 5. 24, 1. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Θρᾳκικὴ Χερσόνησος ἡ ἐκτεινομένη κατὰ μῆκος τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 6. 33, κἑξ. - ὡσαύτως, ἡ Ταυρικὴ Χερσόνησος, δηλ. ἡ Κριμαία, Ἡρόδ. 4. 99, κλπ.· ἡ μεταξὺ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος χερσόνησος, Θουκ. 4. 42. κἑξ. (ἴδε Arnold)· καὶ πολλαὶ ἄλλαι.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) ; néo-att. χερρόνησος;
I. presqu’île, péninsule;
II. n. géogr.
1 la Chersonèse de Thrace (auj. péninsule de Gallipoli);
2 la Chersonèse Taurique (auj. Crimée);
3 abs. la Chersonèse, presqu’île entre Épidaure et Trézène (Méthana);
4 ἡ χερσόνησος τῆς Βυβασσίης la Chersonèse de Bybassie.
Étymologie: χέρσος, νῆσος.