πελώριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελώριος''': -ον, θηλ. -ιος Ἡσ. Θ. 179, Χρησμ. Σιβ. 1. 375, -ίη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1682 (παρ’ Ὁμ. δὲν ὑπάρχει θηλ.)· - ὡς τὸ [[πέλωρος]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ θεῶν, ὡς [[Ἀΐδης]], Ἄρης Ἰλ. Ε. 395, Η. 208· [[Ὠρίων]], Πολύφημος Ὀδ. Λ. 572, Ι. 187· ἐπὶ ἡρώων, ὡς [[Αἴας]], Ἕκτωρ, Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Γ. 229, Λ. 820, Φ. 527· [[ἀνήρ]] π. Γ. 166, Πινδ. Ο. 7. 26· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔγχος]], τεύχεα Ἰλ. Θ. 424, Κ. 439· [[λᾶας]] Ὀδ. Λ. 594· κύματα Γ. 290, κτλ.· ἅρπη Ἡσ. Φ. 179· [[κλέος]] Πινδ. Ο. 10 (11). 25· σπανίως παρὰ Τραγ., γᾶς π. [[τέρας]], ἐπὶ δράκοντος, Εὐρ. Ι. Τ. 1248 (λυρ.)· τὰ πρὶν πελώρια, τὰ ἰσχυρὰ πράγματα, ἢ οἱ ἰσχυροὶ , οἱ [[πάλαι]], Αἰσχύλ. Πρ. 151 (λυρ.)· καὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κομικοῖς ἢ τοῖς πεζογράφοις μόνον εἰς χωρία πομπώδη ἢ ἐκφράζοντα [[πάθος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 321, Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 11, Ἀθήν. 84Ε. - Σημαίνει δέ, [[τερατώδης]] τὸ [[μέγεθος]], [[ὑπερμεγέθης]], θεόρατος, [[φοβερός]]. 2) τὰ πελώρια (ἐξυπ. [[ἱερά]]), ἡ [[μεγάλη]] ἑορτὴ τοῦ θερισμοῦ, ἑορταζομένη εἰς τιμὴν τοῦ Διὸς ἐν Θεσσαλίᾳ, Βάτων παρ’ Ἀθην. 639Ε κἑξ.· καὶ αὐτὸς ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται Πελώριος, Κόϊντ. Σμ. 11. 273.
|lstext='''πελώριος''': -ον, θηλ. -ιος Ἡσ. Θ. 179, Χρησμ. Σιβ. 1. 375, -ίη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1682 (παρ’ Ὁμ. δὲν ὑπάρχει θηλ.)· - ὡς τὸ [[πέλωρος]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ θεῶν, ὡς [[Ἀΐδης]], Ἄρης Ἰλ. Ε. 395, Η. 208· [[Ὠρίων]], Πολύφημος Ὀδ. Λ. 572, Ι. 187· ἐπὶ ἡρώων, ὡς [[Αἴας]], Ἕκτωρ, Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Γ. 229, Λ. 820, Φ. 527· [[ἀνήρ]] π. Γ. 166, Πινδ. Ο. 7. 26· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔγχος]], τεύχεα Ἰλ. Θ. 424, Κ. 439· [[λᾶας]] Ὀδ. Λ. 594· κύματα Γ. 290, κτλ.· ἅρπη Ἡσ. Φ. 179· [[κλέος]] Πινδ. Ο. 10 (11). 25· σπανίως παρὰ Τραγ., γᾶς π. [[τέρας]], ἐπὶ δράκοντος, Εὐρ. Ι. Τ. 1248 (λυρ.)· τὰ πρὶν πελώρια, τὰ ἰσχυρὰ πράγματα, ἢ οἱ ἰσχυροὶ , οἱ [[πάλαι]], Αἰσχύλ. Πρ. 151 (λυρ.)· καὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κομικοῖς ἢ τοῖς πεζογράφοις μόνον εἰς χωρία πομπώδη ἢ ἐκφράζοντα [[πάθος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 321, Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 11, Ἀθήν. 84Ε. - Σημαίνει δέ, [[τερατώδης]] τὸ [[μέγεθος]], [[ὑπερμεγέθης]], θεόρατος, [[φοβερός]]. 2) τὰ πελώρια (ἐξυπ. [[ἱερά]]), ἡ [[μεγάλη]] ἑορτὴ τοῦ θερισμοῦ, ἑορταζομένη εἰς τιμὴν τοῦ Διὸς ἐν Θεσσαλίᾳ, Βάτων παρ’ Ἀθην. 639Ε κἑξ.· καὶ αὐτὸς ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται Πελώριος, Κόϊντ. Σμ. 11. 273.
}}
{{bailly
|btext=α, <i>poét.</i> ος, ον :<br />d’une grosseur énorme ; extraordinaire, prodigieux, monstrueux, effrayant : τὰ πελώρια ESCHL ce qui est grand <i>ou</i> puissant.<br />'''Étymologie:''' [[πέλωρ]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελώριος Medium diacritics: πελώριος Low diacritics: πελώριος Capitals: ΠΕΛΩΡΙΟΣ
Transliteration A: pelṓrios Transliteration B: pelōrios Transliteration C: pelorios Beta Code: pelw/rios

English (LSJ)

(also τελώριος (q. v.)), ον, fem. (not in Hom.) -ιος Hes. Th. 179, -ίη A.R.4.1682 :

   A = πέλωρος, freq. in Hom., mostly of gods, Ἀΐδης, Ἄρης, Il.5.395, 7.208 ; or heroes, as Αἴας, Ἕκτωρ, Ἀχιλεύς, 3.229, 11.820, 21.527 ; Ὠρίων Od. 11.572 ; ἀνὴρ π., of Polyphemus, 9.187, cf. Il.3.166, Pi. O. 7.15 ; also of things, ἔγχος, τεύχεα, Il.8.424, 10.439 ; λᾶας Od.11.594 ; κύματα 3.290 ; ἅρπη Hes. Th. 179 ; κλέος Pi. O. 10(11).21 : rare in Trag. (only lyr.), γᾶς π. τέρας, of a dragon, E.IT1248 (lyr.) ; τὰ πρὶν π. the mighty things, or mighty ones, of old, A.Pr. 151 (lyr.) ; used by Com. in mockheroicstyle, Ar.Av. 321 ; in exaggerated language, Arist. Rh. 1408b13: in later Prose, Ath. 3.84e.    2 π. (sc. ἱερά), τά, a harvest-festival, celebratcd in honour of Zeus in Thessaly, Bato Sinop.4 ; Πελώριος, epith. of Zeus, Q.S. 11.273.

German (Pape)

[Seite 552] = πέλωρος, ungeheuer, ungeheuergroß, riesenhaft, gew. mit dem Nebenbegriffe des Furchtbaren; bei Hom. von Göttern u. Menschen; Ἀΐδης, Ἄρης, Il. 5, 395. 7, 208; Aias, 3, 229; Hektor, 11, 810; Achilleus, 21, 527, u. A.; aber auch von leblosen Dingen, ἔγχος, Il. 5, 594. 8, 124, λᾶας, Od. 11, 594, τεύχεα, Il. 10, 439, κύματα, Od. 3, 290; auch 2 Endg., πελώριον ἅρπην, Hes. Th. 179; ἀνήρ, Pind. Ol. 7, 15; κλέος, Ol. 11, 22; ἔργον, P. 6, 41; τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀϊστοῖ, Aesch. Prom. 151, das früher Gewaltige, was sonst gültig war; γᾶς πελώριον τέρας, Eur. I. T. 1248, von dem Drachen Python; πελώριον πρᾶγμα, Ar. Av. 321; sp. D., πελωρίη πεύκη Ap. Rh. 4, 1682, ἅζετο δ' οὔτε Ζῆνα πελώριον, den großen, gewaltigen Zeus, Qu. Sm. 11, 273; dah. τὰ πελώρια, sc. ἱερά, das dem Zeus gefeierte große Erntefest in Thessalien, Ath. XIV, 639 e ff.; selten in Prosa, γίγαντες, Plut. de Alex. tort. 2, 10, πελωρίοις καὶ ἀγριωτάτοις ζῴοις Ath. III, 84 f. – Adv., Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

πελώριος: -ον, θηλ. -ιος Ἡσ. Θ. 179, Χρησμ. Σιβ. 1. 375, -ίη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1682 (παρ’ Ὁμ. δὲν ὑπάρχει θηλ.)· - ὡς τὸ πέλωρος, συχν. παρ’ Ὁμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ θεῶν, ὡς Ἀΐδης, Ἄρης Ἰλ. Ε. 395, Η. 208· Ὠρίων, Πολύφημος Ὀδ. Λ. 572, Ι. 187· ἐπὶ ἡρώων, ὡς Αἴας, Ἕκτωρ, Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Γ. 229, Λ. 820, Φ. 527· ἀνήρ π. Γ. 166, Πινδ. Ο. 7. 26· - ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἔγχος, τεύχεα Ἰλ. Θ. 424, Κ. 439· λᾶας Ὀδ. Λ. 594· κύματα Γ. 290, κτλ.· ἅρπη Ἡσ. Φ. 179· κλέος Πινδ. Ο. 10 (11). 25· σπανίως παρὰ Τραγ., γᾶς π. τέρας, ἐπὶ δράκοντος, Εὐρ. Ι. Τ. 1248 (λυρ.)· τὰ πρὶν πελώρια, τὰ ἰσχυρὰ πράγματα, ἢ οἱ ἰσχυροὶ , οἱ πάλαι, Αἰσχύλ. Πρ. 151 (λυρ.)· καὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κομικοῖς ἢ τοῖς πεζογράφοις μόνον εἰς χωρία πομπώδη ἢ ἐκφράζοντα πάθος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 321, Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 11, Ἀθήν. 84Ε. - Σημαίνει δέ, τερατώδης τὸ μέγεθος, ὑπερμεγέθης, θεόρατος, φοβερός. 2) τὰ πελώρια (ἐξυπ. ἱερά), ἡ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ θερισμοῦ, ἑορταζομένη εἰς τιμὴν τοῦ Διὸς ἐν Θεσσαλίᾳ, Βάτων παρ’ Ἀθην. 639Ε κἑξ.· καὶ αὐτὸς ὁ Ζεὺς καλεῖται Πελώριος, Κόϊντ. Σμ. 11. 273.

French (Bailly abrégé)

α, poét. ος, ον :
d’une grosseur énorme ; extraordinaire, prodigieux, monstrueux, effrayant : τὰ πελώρια ESCHL ce qui est grand ou puissant.
Étymologie: πέλωρ.