σκιώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιώδης''': -ες, συνηρ. ἐκ τοῦ [[σκιοειδής]], σκιερός, [[πέτρα]] Εὐρ. Ἱκέτ. 759· χωρίας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2. 2) ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, [[σκοτεινός]], [[ἀχλυώδης]], [[θολός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1082· ἐπὶ χρωμάτων, [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 9. - Ἐπιρρ. –δῶς, Βυζ.
|lstext='''σκιώδης''': -ες, συνηρ. ἐκ τοῦ [[σκιοειδής]], σκιερός, [[πέτρα]] Εὐρ. Ἱκέτ. 759· χωρίας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2. 2) ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, [[σκοτεινός]], [[ἀχλυώδης]], [[θολός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1082· ἐπὶ χρωμάτων, [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 9. - Ἐπιρρ. –δῶς, Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> ombreux;<br /><b>2</b> obscur, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐώδης Medium diacritics: σκιώδης Low diacritics: σκιώδης Capitals: ΣΚΙΩΔΗΣ
Transliteration A: skiṓdēs Transliteration B: skiōdēs Transliteration C: skiodis Beta Code: skiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A shady, πέτρα E.Supp.759; χωρία Thphr.HP9.18.2.    2 of weather, dark, gloomy, Hp.Epid.3.2; of colours, dark, Arist.Col.793b5. Adv. -δῶς Ps.-Alex.Aphr. in Metaph.440.9, Eustr. in EN104.6.

German (Pape)

[Seite 900] ες, zsgzgn aus σκιοειδής; πέτρα, Eur. Suppl. 759; trüb, neblig, φθινόπωρον, Hippocr.; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σκιώδης: -ες, συνηρ. ἐκ τοῦ σκιοειδής, σκιερός, πέτρα Εὐρ. Ἱκέτ. 759· χωρίας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2. 2) ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, σκοτεινός, ἀχλυώδης, θολός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1082· ἐπὶ χρωμάτων, σκοτεινός, μαῦρος, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 9. - Ἐπιρρ. –δῶς, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 ombreux;
2 obscur, sombre.
Étymologie: σκιά, -ωδης.