στρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρώννῡμι''': καὶ -ύω, ἴδε [[στορέννυμι]].
|lstext='''στρώννῡμι''': καὶ -ύω, ἴδε [[στορέννυμι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> στρώσω, <i>ao.</i> ἔστρωσα, <i>pf.</i> [[ἔστρωκα]], <i>pqp.</i> ἐστρώκειν;<br /><i>Pass. f.</i> στρωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστρώθην, <i>pf.</i> [[ἔστρωμαι]], <i>pqp.</i> ἐστρώμην;<br />étendre (un tapis, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Στρω étendre ; cf. Στορ, &gt; [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρώννυμι Medium diacritics: στρώννυμι Low diacritics: στρώννυμι Capitals: ΣΤΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: strṓnnymi Transliteration B: strōnnymi Transliteration C: stronnymi Beta Code: strw/nnumi

English (LSJ)

and στρωννύω,

   A v. στόρνυμι.

German (Pape)

[Seite 957] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von στόρνυμι, στορέννυμι gebildet, w. m. s., – breiten, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; πέδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται λέχος, Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. στορέννυμι); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.

Greek (Liddell-Scott)

στρώννῡμι: καὶ -ύω, ἴδε στορέννυμι.

French (Bailly abrégé)

f. στρώσω, ao. ἔστρωσα, pf. ἔστρωκα, pqp. ἐστρώκειν;
Pass. f. στρωθήσομαι, ao. ἐστρώθην, pf. ἔστρωμαι, pqp. ἐστρώμην;
étendre (un tapis, etc.).
Étymologie: R. Στρω étendre ; cf. Στορ, > στόρνυμι, στορέννυμι.