χθιζός: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χθιζός''': -ή, -όν, (χθὲς) [[χθεσινός]], ἦ γὰρ ἐγώ γε δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ [[χρεῖος]], «[[μήπως]] τὴν χθεσινὴν ἧτταν ἀποδώσωσιν ἡμῖν οἱ Ἕλληνες, [[ὥσπερ]] σταθμῷ δεδανεικότες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 745· ὁ χθ. [[πόνος]], ὁ [[κόπος]] τῆς [[χθές]], Ἡρόδ. 6. 126· ἡ χθ. [[μέθη]] Πλούτ. 2. 13Ε· αἱ χθ. ἀβελτερίαι [[αὐτόθι]] 75Ε, κλπ.· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, [[μετὰ]] ῥημάτων, χθιζὸς ἔβη, χθὲς ἀπῆλθε, Ἰλ. Α. 424· χθ. ἤλυθες Ὀδ. Β. 262· χθ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι Ζ. 170· ὅσσα, χθ. ὑπέσχετο Ἰλ. Τ. 141· χθ. ἐμυθεόμην Ὀδ. Μ. 451· [[τοῖος]] ἐών τοι χθ., ἐὰν [[ἤμην]] χθὲς [[τοιοῦτος]] (οἷος [[ἤμην]] ποτέ), Ω 378. -τὸ οὐδ. χθιζὸν κεῖται [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίρρ. = [[χθές]], Ἰλ. Τ. 195, Ὀδ. 656· [[οὕτως]] ἐν τῷ οὐδ. πληθ. [[χθιζά]], ἴδε ἐν λ. πρώιζος. - Ὁ παρ’ Ἀττικ. ἐν χρήσει [[τύπος]] [[εἶναι]] [[χθιζινός]], καὶ ([[μετέπειτα]]) [[χθεσινός]].
|lstext='''χθιζός''': -ή, -όν, (χθὲς) [[χθεσινός]], ἦ γὰρ ἐγώ γε δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ [[χρεῖος]], «[[μήπως]] τὴν χθεσινὴν ἧτταν ἀποδώσωσιν ἡμῖν οἱ Ἕλληνες, [[ὥσπερ]] σταθμῷ δεδανεικότες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 745· ὁ χθ. [[πόνος]], ὁ [[κόπος]] τῆς [[χθές]], Ἡρόδ. 6. 126· ἡ χθ. [[μέθη]] Πλούτ. 2. 13Ε· αἱ χθ. ἀβελτερίαι [[αὐτόθι]] 75Ε, κλπ.· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, [[μετὰ]] ῥημάτων, χθιζὸς ἔβη, χθὲς ἀπῆλθε, Ἰλ. Α. 424· χθ. ἤλυθες Ὀδ. Β. 262· χθ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι Ζ. 170· ὅσσα, χθ. ὑπέσχετο Ἰλ. Τ. 141· χθ. ἐμυθεόμην Ὀδ. Μ. 451· [[τοῖος]] ἐών τοι χθ., ἐὰν [[ἤμην]] χθὲς [[τοιοῦτος]] (οἷος [[ἤμην]] ποτέ), Ω 378. -τὸ οὐδ. χθιζὸν κεῖται [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίρρ. = [[χθές]], Ἰλ. Τ. 195, Ὀδ. 656· [[οὕτως]] ἐν τῷ οὐδ. πληθ. [[χθιζά]], ἴδε ἐν λ. πρώιζος. - Ὁ παρ’ Ἀττικ. ἐν χρήσει [[τύπος]] [[εἶναι]] [[χθιζινός]], καὶ ([[μετέπειτα]]) [[χθεσινός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’hier : χθιζὸς ἔβη IL il est venu hier ; <i>adv.</i> • τὸ χθιζόν, • χθιζόν, hier ; χθιζόν [[τε]] καὶ πρώιζα IL hier et avant-hier, <i>càd</i> tout récemment.<br />'''Étymologie:''' [[χθές]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθιζός Medium diacritics: χθιζός Low diacritics: χθιζός Capitals: ΧΘΙΖΟΣ
Transliteration A: chthizós Transliteration B: chthizos Transliteration C: chthizos Beta Code: xqizo/s

English (LSJ)

ή, όν, (χθές)

   A of yesterday, τὸ χ. χρεῖος their yesterday's debt, Il.13.745; ὁ χ. πόνος yesterday's labour, Hdt.1.126; ἡ χ. μέθη Plu.2.13e; αἱ χ. ἀβελτερίαι ib.75e, cf. Sor.1.40, etc.: freq. in adverb. sense, with Verbs, χθιζὸς ἔβη he went yesterday, Il.1.424; χ. ἤλυθες Od. 2.262; χ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι 6.170; ὅσσα . . χ. ὑπέσχετο Il.19.141; χ. ἐμυθεόμην Od.12.451; ἴδον Μέντορα χ. 4.656; αἲ γάρ . . τοῖος ἐών τοι χ. . . ἐφεστάμεναι would I had stood by thee yesterday! 24.379: neut. χθιζόν as Adv., = χθές, Il.19.195; neut. pl. χθιζά, v. πρωιζός.

German (Pape)

[Seite 1354] ion. u. poet. statt χθεσινός (vgl. Lob. Phryn. 323), gestrig, am gestrigen Tage; ὁ χθ. πόνος Her. 1, 126; gew. die Stelle des adv. vertretend, χθιζὸς ἔβη, er ging gestern, Il. 1, 424; ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες Od. 2, 262; χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον 6, 170; öfters eben so auch χθιζόν, Il. 19, 195 Od. 4, 656; τὸ χθιζόν Il. 13, 745; χθιζά, in der Vrbdg χθιζά τε καὶ πρώϊζα, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, nur eben erst, wie χθὲς καὶ πρώην, 2, 303; vgl. Plat. Alc. II, 141 d.

Greek (Liddell-Scott)

χθιζός: -ή, -όν, (χθὲς) χθεσινός, ἦ γὰρ ἐγώ γε δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος, «μήπως τὴν χθεσινὴν ἧτταν ἀποδώσωσιν ἡμῖν οἱ Ἕλληνες, ὥσπερ σταθμῷ δεδανεικότες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 745· ὁ χθ. πόνος, ὁ κόπος τῆς χθές, Ἡρόδ. 6. 126· ἡ χθ. μέθη Πλούτ. 2. 13Ε· αἱ χθ. ἀβελτερίαι αὐτόθι 75Ε, κλπ.· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, μετὰ ῥημάτων, χθιζὸς ἔβη, χθὲς ἀπῆλθε, Ἰλ. Α. 424· χθ. ἤλυθες Ὀδ. Β. 262· χθ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι Ζ. 170· ὅσσα, χθ. ὑπέσχετο Ἰλ. Τ. 141· χθ. ἐμυθεόμην Ὀδ. Μ. 451· τοῖος ἐών τοι χθ., ἐὰν ἤμην χθὲς τοιοῦτος (οἷος ἤμην ποτέ), Ω 378. -τὸ οὐδ. χθιζὸν κεῖται ὡσαύτως ὡς ἐπίρρ. = χθές, Ἰλ. Τ. 195, Ὀδ. 656· οὕτως ἐν τῷ οὐδ. πληθ. χθιζά, ἴδε ἐν λ. πρώιζος. - Ὁ παρ’ Ἀττικ. ἐν χρήσει τύπος εἶναι χθιζινός, καὶ (μετέπειτα) χθεσινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’hier : χθιζὸς ἔβη IL il est venu hier ; adv. • τὸ χθιζόν, • χθιζόν, hier ; χθιζόν τε καὶ πρώιζα IL hier et avant-hier, càd tout récemment.
Étymologie: χθές.