γέλως: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωτος (ὁ) :<br /><b>1</b> le rire : [[γέλων]] <i>ou</i> γέλωτα παρέχειν, ποιεῖν, faire naître, exciter le rire ; ξυντιθέναι, ἄγειν, prolonger le rire largement <i>ou</i> longuement ; κατέχειν, contenir <i>ou</i> réprimer le rire ; ἐπὶ γέλωτι, pour provoquer le rire ; σὺν γέλωτι, μετὰ γέλωτος, en riant ; <i>p. ext.</i> joie, allégresse;<br /><b>2</b> sujet de rire, objet de risée : γέλωτα τίθεσθαί [[τι]], [[ἐν]] γέλωτι ποιεῖσθαί [[τι]] LUC faire de qch un objet de risée ; [[ἐς]] γέλωτά [[τι]] τρέπειν AR, [[ἐς]] γέλωτά [[τι]] ἐμβάλλειν DÉM tourner qch en dérision ; γέλωτα γίγνεσθαί τινι SOPH devenir un objet de risée pour qqn ; [[γέλως]] ἐσθ’ [[ὡς]] χρώμεθα τοῖς πράγμασι DÉM c’est une dérision de manier ainsi nos affaires.<br />'''Étymologie:''' R. Γαλ, Γελ ; v. [[γελάω]]. | |btext=ωτος (ὁ) :<br /><b>1</b> le rire : [[γέλων]] <i>ou</i> γέλωτα παρέχειν, ποιεῖν, faire naître, exciter le rire ; ξυντιθέναι, ἄγειν, prolonger le rire largement <i>ou</i> longuement ; κατέχειν, contenir <i>ou</i> réprimer le rire ; ἐπὶ γέλωτι, pour provoquer le rire ; σὺν γέλωτι, μετὰ γέλωτος, en riant ; <i>p. ext.</i> joie, allégresse;<br /><b>2</b> sujet de rire, objet de risée : γέλωτα τίθεσθαί [[τι]], [[ἐν]] γέλωτι ποιεῖσθαί [[τι]] LUC faire de qch un objet de risée ; [[ἐς]] γέλωτά [[τι]] τρέπειν AR, [[ἐς]] γέλωτά [[τι]] ἐμβάλλειν DÉM tourner qch en dérision ; γέλωτα γίγνεσθαί τινι SOPH devenir un objet de risée pour qqn ; [[γέλως]] ἐσθ’ [[ὡς]] χρώμεθα τοῖς πράγμασι DÉM c’est une dérision de manier ainsi nos affaires.<br />'''Étymologie:''' R. Γαλ, Γελ ; v. [[γελάω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=dat. [[γέλῳ]], acc. [[γέλω]] and γέλον: [[laughter]]; [[γέλῳ]] [[ἔκθανον]], ‘laughed [[themselves]] to [[death]],’ Od. 18.100. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
Aeol. γέλος, ὁ, gen. γέλωτος, Att. γέλω: dat. γέλωτι, Ep. γέλω or
A γέλῳ Od.18.100: acc. γέλωτα, poet. (and late Prose, Polyaen.1.34.2, f.l.in Palaeph.30) γέλων, v. infr. (acc. γέλω is v.l. in Od.18.350, cf. infr.): gen. pl. γελώτων Pl.Lg.732c: dat. γέλωσιν Ph. 2.167, PGiss.1.3.6 (ii A. D.): (γελάω):—laughter, γέλῳ ἔκθανον Od. 18.100; γέλω . . παρέχουσαι 20.8; ἄσβεστον γέλω (v.l. γέλον) ὦρσεν ib.346; ἄσβεστος δ' ᾰρ' ἐνῶρτο γέλως . . θεοῖσι Il.1.599; γέλων δ' ἑτάροισιν ἔτευχε Od.18.350; γέλων δ' ἔθηκε συνδείπνοις E.Ion1172; γέλωτα ποιεῖν, μηχανᾶσθαι, κινεῖν, X.Cyr.2.2.11 and 14, Smp.1.14; παρασκευάζειν Pl.Lg.669d; γέλων ξυντιθέναι, γέλωτα ἄγειν, S.Aj.303,382; γ. ἔχει τινά Od.8.344; γ. ἂν γίγνοιτο Pl.Plt.295e; γέλωτος καταρραγέντος Ath.5.211c (so in Act., πολλοὺς κατέρρηξεν ἡμῶν γέλωτας Hippoloch.ib.130c); κατασχεῖν γέλωτα X.Cyr.2.2.5, etc.; οὐ γέλωτα δεῖ σ' ὀφλεῖν E.Med.404, cf.Ar.Fr.898; ἐπὶ γέλωτι to provoke laughter, Hdt.9.82, Ar.Ra.405; γέλωτος ἄξια ridiculous, E.Heracl.507; ἅμα or σὺν γέλωτι, Pl.Lg.789d, X.An.1.2.18; μετὰ γέλωτος Antiph.144.6; ἐν γέλωτι προφέρειν in joke, Plu.2.124d; πολὺς γ. loud laughter, X.Cyr. 2.3.18, etc. (πλατὺς γ., which Thom.Mag.p.293 R. recommends, is not classical); μέγιστος, ἰσχυρὸς γ., Pl.Plt.l.c., R.388c; Σαρδόνιος γ. (v. Σαρδόνιος) ; Αἰάντειος γ. a maniac's laugh, Diogenian.1.17. 2 metaph. of waves, = γέλασμα, Opp.H.4.334. II occasion of laughter, food for laughter, γ. γίγνομαί τινι S.OC902; ταῦτ' οὐ γ. κλύειν ἐμοῦ; E.Ion528; γέλωτά τινα τίθεσθαι Hdt.3.29, 7.209; ἀποδεῖξαι Pl.Tht. 166a; εἰς γ. τρέπειν, ἐμβάλλειν, Th.6.35, D.10.75; ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Luc.Hist.Conscr.32, etc.; γ. ἔσθ' ὡς χρώμεθα τοῖς πράγμασι D.4.25; ὅσα γὰρ... πλείων ἐστὶ γ. τοῦ μηδενός Id.14.26. III dimple in the hinder parts, Luc.Am.14.
German (Pape)
[Seite 480] ωτος, ὁ, das Lachen, Gelächter, Ausdruck der Freude, des Spottes u. s. w., von Hom. an überall. Hom. acht Stellen, viermal nom. γέλως, viermal accus. γέλω: Odyss. 20, 8 ἀλλήλῃσι γέλω καὶ ἐυφροσύνην παρέχουσαι, v. l. γέλων u. γέλον; 20, 346 μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀθήνη ἄσβεστον γέλω ὦρσε, v. l. γέλον; 18, 350 γέλω δ' ἑτάροισιν ἔτευχεν, v. l. γέλων, γέλον; 18, 100 μνηστῆρες χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλω ἔκθανον, v. l. γέλῳ, dativ.; man hat auch das γέλω ohne Jota subscript. in dieser Stelle für den dativ. genommen, es ist aber accusat., vgl. ὁδὸν ἰέναι, ὁδὸν ἡγεῖσθαι, νικᾶν τὰς γνώμας, Κορινθίους ἀπεωσάμεθαναυμαχίαν u. s. w.; die Alexandriner werden hier wohl eine Homerische oder Attische Enallage des Casus gesehn haben; nominat. γέλως Odyss. 8, 344 οὐδέ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε, 343 ἐν δὲ γέλως ὦρτ' ἀθανάτοισι θεοῖσιν, 326 und Iliad. 1, 599 ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσιν. – In Prosa dat. γέλωτι, accus. γέλωτα; nach Moeris γέλων Att. Form, wofür Pierson Beispiele aus Att. Dichtern beibringt, p. 80; – ἐπὶ γέλωτι, zum Scherz, Her. 9, 82; σὺν γέλωτι, unter Lachen, Xen. An. 1, 2, 18; ἅμα γέλωτι Plat. Legg. VII, 789 d; μετὰ γέλωτος Plut. Mar. 18; γέλωτα παρέχειν, Lachen erregen, Plat. Gorg. 473 e; Xen. Cyr. 2, 2, 13; ὀφλισκάνειν Ar. Nubb. 1018; Plat. Phaed. 117 a u. öfter; παρασ κευάζειν Legg. II, 669 b; ποιεῖν Charm. 155 b; Xen. Cyr. 2, 2, 11; κινεῖν Conv. 1, 14; τιθέναι Eur. Ion. 1191; κατέχειν, das Lachen unterdrücken, Plat. Lach. 184 a; Xen. Cyr. 2, 2, 5; πολὺς γέλως, starkes, langes Gelächter, Cyr. 2, 3, 18 u. sonst; selten πλατύς, was Thom. Mag. empfiehlt; μέγας, ἰσχυρός, Plat. Polit. 295 e Rep. III, 286 e; Αἰάντειος γ. f. Zenob. 1, 43; – γέλωτα τὰ τοιαῦτα τίθεσθαι, etwas zum Gegenstand des Lachens, Gespöttes, lächerlich machen, Her. 3, 38; vgl. 29; ἀποδείκνυμι Plat. Theaet. 166 a; ἐς γέλωτά τι τρέπειν Ar. Vesp. 1260; Thuc. 6, 53; εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν τι ἐμβάλλειν Dem. 10, 75; καὶ ἐς σκώμματα 54, 13; ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι, Luc. enc. Dem. 12; γέλως ἐστί, es ist zum Lachen, Dem. 4, 25; vgl. 14, 27; γέλως γίγνεσθαί τινι, Einem zum Gespött werden, Soph. O. C. 902. – Uebertr. vom leisen Geplätscher der Wellen, Opp. Hal. 4, 334.
Greek (Liddell-Scott)
γέλως: Αἰολ. γέλος (ὡς ἔρος ἀντὶ ἔρως, Γρηγ. Κ. 608), ὁ· γεν. γέλωτος, δοτ. γέλωτι, Ἐπ. γέλῳ, Ὀδ. Σ. 100· αἰτιατ. γέλωτα, ποιητ. γέλων, ἴδε κατωτέρ. (αἰτιατ. γέλω ἀναγινώσκεται ἔν τισι χωρίοις τῆς Ὀδυσσείας, ἴδε κατωτ., ἀλλ’ οὐδαμοῦ μετὰ βεβαιότητος)·- πληθ. γελώτων Πλάτ. Νόμ. 732C. (γελάω). Ὡς παρ’ ἡμῖν, γέλῳ ἔκθανον Ὀδ. Σ. 100· γέλωτα… παρέχουσαι (διάφ. γραφ. γέλω τε) Υ. 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 319, κτλ.· ἄσβεστον γέλον ὦρσεν (διάφ. γραφ. γέλω) Ὀδ. Υ. 346· ἄσβεστος δ’ ἄρ’ ἐνῶρτο γέλως… θεοῖσι Ἰλ. Α. 599, πρβλ. Ὀδ. Θ. 326· γέλων δ’ ἑτάροισιν ἔτευχεν Σ. 350· γέλων δ’ ἔθηκε συνδείπνοις Εὐρ. Ἴωνι 1172· γέλωτα ποιεῖν, κινεῖν, παρασκευάζειν, μηχανᾶσθαι, κτλ., Ξεν. Κύρ. 2. 2, 11, Συμπ. 1, 14, κτλ.· γέλων ξυντιθέναι, γέλωτα ἄγειν Σοφ. Αἴ. 303, 382· ὡσαύτως, γέλως ὄρνυται (ἴδε ἀνωτ.)· γ. ἔχειν τινὰ Ὀδ. Θ. 344· γ. γίγνεται, Ἀττ.· καταρρήγνυται Ἀθήν 511C·- κατέχειν γέλωτα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 5, κτλ.· οὗ γέλωτα δεῖ σ’ ὀφλεῖν Εὐρ. Μηδ. 404, πρβλ. Ἀριστοφ. ἐν Mein. Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1176·- ἐπὶ γέλωτι, ὅπως προκαλέσῃ τις γέλωτα, Ἡρόδ. 9. 82, Ἀριστοφ. Βατρ. 404· γέλωτος ἄξια, γελοῖα, Εὐρ. Ἡρακλ. 507· ἅμα ἢ σὺν γέλωτι Πλάτ. Νόμ. 789D, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 17· μετὰ γέλωτος Ἀντιφ. Λημν. 2. 6· ἐν γέλωτι, ἐν ἀστεϊσμῷ, Πλούτ. 2. 124D· ἐπίθετα: ἄσβεστος (ἴδε ἀνωτ.)· πολὺς γ., ἠχηρός, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18, κτλ. (ἐνῷ τὸ πλατὺς γ., ὅπερ ὁ Θωμ. Μάγ. συνιστᾷ ὡς ἀττικώτερον, εὑρίσκεται παρὰ Συνεσ. 188C, ἀλλὰ πρβλ. κατάγελως)· μέγας, ἰσχυρὸς γ. Πλάτ. Πολιτ. 295Ε, Πολ. 388Ε· Σαρδόνιος γ. (ἴδε ἐν λ. Σαρδόνιος)· Αἰάντειος γ., κακός, δυσμενὴς γέλως, Παροιμιογρ. 2) μεταφ. ἐπὶ κυμάτων (πρβλ. γέλασμα), Ὀππ. Ἁλ. 4. 334. ΙΙ. αἰτία διὰ γέλωτα, ὑπόθεσις γέλωτος, ὕλη διὰ γέλωτα, γ. γίγνομαί τινι Σοφ. Ο. Κ. 902· ταῦτ’ οὐ γ. κλύειν ἐμοὶ Εὐρ. Ἴωνι 528· γέλωτα τίθεσθαι ἢ ἀποδεῖξαί τι Ἡρόδ. 3. 29., 7. 209, Πλάτ. Θεαιτ. 166Α· εἰς γ. τρέπειν, ἐμβάλλειν Θουκ. 6. 35, Δημ. 151. 19· ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 32, κτλ.· γ. ἔσθ’ ὡς χρώμεθα τοῖς πράγμασι Δημ. 47. 6· ὅσα γάρ…, πλείων ἐστὶ γ. τοῦ μηδενὸς ὁ αὐτ. 185. 18. ΙΙΙ. κοιλότης ἐν τῇ παρειᾷ κατὰ τὸν γέλωτα, πρβλ. γελασῖνος.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ) :
1 le rire : γέλων ou γέλωτα παρέχειν, ποιεῖν, faire naître, exciter le rire ; ξυντιθέναι, ἄγειν, prolonger le rire largement ou longuement ; κατέχειν, contenir ou réprimer le rire ; ἐπὶ γέλωτι, pour provoquer le rire ; σὺν γέλωτι, μετὰ γέλωτος, en riant ; p. ext. joie, allégresse;
2 sujet de rire, objet de risée : γέλωτα τίθεσθαί τι, ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι LUC faire de qch un objet de risée ; ἐς γέλωτά τι τρέπειν AR, ἐς γέλωτά τι ἐμβάλλειν DÉM tourner qch en dérision ; γέλωτα γίγνεσθαί τινι SOPH devenir un objet de risée pour qqn ; γέλως ἐσθ’ ὡς χρώμεθα τοῖς πράγμασι DÉM c’est une dérision de manier ainsi nos affaires.
Étymologie: R. Γαλ, Γελ ; v. γελάω.
English (Autenrieth)
dat. γέλῳ, acc. γέλω and γέλον: laughter; γέλῳ ἔκθανον, ‘laughed themselves to death,’ Od. 18.100.