ἔλδομαι: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> aspirer à, souhaiter, désirer : τινος, [[τι]], qch;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être désiré.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελ = volo, vouloir, désirer.
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> aspirer à, souhaiter, désirer : τινος, [[τι]], qch;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être désiré.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελ = volo, vouloir, désirer.
}}
{{Autenrieth
|auten=(ϝελδ.), [[ἐέλδομαι]]: [[desire]], [[long]] [[for]]; τινός, Ξ 2, Od. 5.210, etc.; [[also]] τὶ, Od. 1.409, and w. inf., Il. 13.638, Od. 20.35; in [[pass]]. signif., Il. 16.494.
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλδομαι Medium diacritics: ἔλδομαι Low diacritics: έλδομαι Capitals: ΕΛΔΟΜΑΙ
Transliteration A: éldomai Transliteration B: eldomai Transliteration C: eldomai Beta Code: e)/ldomai

English (LSJ)

and ἐέλδομαι, poet. Verb, only pres. and impf.,

   A wish, long, c. inf., Il.13.638, Od.4.162, Pi.O.1.4: c. gen., long for, σὴν ἄλοχον τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Od.5.210; ἐλδόμεναι πεδίοιο (of mules) eager to reach it, Il.23.122: c.acc., desire, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409, cf. Il.5.481: abs., νόστησας ἐελδομένοισι μάλ' ἡμῖν Od.24.400:—Pass. only once, νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος be war now welcome to thee, Il. 16.494.

German (Pape)

[Seite 793] (Fελδ), gew. ἐέλδομαι, nur praes. u. impf., wünschen, verlangen; mit dem inf., ἐέλδετο γάρ σε ἰδέσθαι Od. 4, 162; Il. 13, 638; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι φίλον ἦτορ Pind. Ol. 1, 4; mit dem gen., nach Etwas, πεδίοιο, nach der Ebene strebend, Il. 23, 122; ἐελδόμενός που ἐδωδῆς Od. 14, 42; Hes. O. 379 u. sp. D., wie Ap. Rh.; oder mit dem acc., κτήματα, τά τ' ἔλδεται ὅς κ' ἐπιδευής Il. 5, 481, vgl. Od. 1, 409; im partic. absolut, σφῶϊν ἐελδομένοισιν ἱκάνω, ich komme euch erwünscht, Od. 21, 209; Il. 7, 4. – Aber νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος κακός ist passivisch, Il. 16, 494.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλδομαι: καὶ ἐέλδομαι, Ἐπ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 638, Ὀδ. Δ. 162, οὕτω καὶ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 6: ― μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ σφόδρα, ποθῶ, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Ὀδ. Ε. 210· ἐλδόμεναι πεδίοιο (ἐπὶ ἡμιόνων), ποθοῦσαι νὰ φθάσωσιν εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 122· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἐφίεμαι, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Ἰλ. Ε. 481· ἀπολ., νοστήσας ἐελδομένοισι μάλ’ ἡμῖν Ὀδ. Ω. 400· - ὡς παθ. μόνον ἅπαξ, νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος, «ἐπιθυμείσθω» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 494. (Τοὺς τύπους ἐέλδομαι καὶ ἐέλδωρ πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὴν √ ΕΛ, πιθαν. τὴν αὐτὴν τῇ √ΒΟΛ, ἐξ ἧς τὸ βούλομαι, κτλ., Λατ. VEL-LE).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 aspirer à, souhaiter, désirer : τινος, τι, qch;
2 Pass. être désiré.
Étymologie: R. Ϝελ = volo, vouloir, désirer.

English (Autenrieth)

(ϝελδ.), ἐέλδομαι: desire, long for; τινός, Ξ 2, Od. 5.210, etc.; also τὶ, Od. 1.409, and w. inf., Il. 13.638, Od. 20.35; in pass. signif., Il. 16.494.