θυώδης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a une odeur d’encens ; parfumé, odorant.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]].
|btext=ης, ες :<br />qui a une odeur d’encens ; parfumé, odorant.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[θύος]]): [[fragrant]]. (Od.)
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠώδης Medium diacritics: θυώδης Low diacritics: θυώδης Capitals: ΘΥΩΔΗΣ
Transliteration A: thyṓdēs Transliteration B: thyōdēs Transliteration C: thyodis Beta Code: quw/dhs

English (LSJ)

ες, (θύος, ὄδ-ωδα, cf. εὐώδης, δυσώδης)

   A smelling of incense, fragrant, εἵματα . . θυώδεα Od.5.264; θαλάμοιο θυώδεος 4.121; βωμός h.Ap.87; νηός h.Ven.59; ναοί Theoc.17.123; Οὔλυμπος h.Merc.322; λίβανος Emp.128.6; καπνός E.Andr.1026 (lyr.): Comp. -έστερος, τέρμινθος Thphr.HP3.15.3.    II (θύον 1) belonging to the tree θύον, ib. 5.4.2.

German (Pape)

[Seite 1229] ες, weihrauchartig, wohlduftend; εἵματα Od. 5, 264. 21, 52; θάλαμος 4, 121; λίβανος Empedocl. bei Ath. XII, 510 d; Sp., ναός Theocr. 17, 123. – Bei Theophr. = dem θύον ähnlich.

Greek (Liddell-Scott)

θυώδης: -ες, (θύος, ὄδωδα, πρβλ. εὐώδης, δυσώδης): - ἔχω τὴν εὐωδίαν θυμιάματος, εὐώδης, ἀρωματικός, εἵματα... θυώδεα Ὀδ. Ε. 264˙ θαλάμοιο θυωδέος Δ. 121˙ βωμὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 87˙ νηὸς Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 58, Θεόκρ. 17. 123˙ Οὔλυμπος Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 322˙ λίβανος Ἐμπεδ. 422˙ καπνὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 1025. ΙΙ. (θύον, εἶδος) ὡς τὸ δένδρον θύον, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 15, 3., 5. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a une odeur d’encens ; parfumé, odorant.
Étymologie: θύος.

English (Autenrieth)

(θύος): fragrant. (Od.)