ζωστήρ: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> baudrier;<br /><b>2</b> ceinture <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ζώννυμι]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> baudrier;<br /><b>2</b> ceinture <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ζώννυμι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[ῆρος]] ([[ζώννῦμι]]): (1) [[warrior]]'s [[body]]-[[girdle]], of [[leather]] strengthened [[with]] [[metal]] plates, [[which]] [[covered]] the [[lower]] [[part]] of the [[θώρηξ]], and the [[upper]] [[part]] of the [[μίτρη]] and of the [[ζῶμα]] (see cuts Nos. 3 and 79). (Il.) —(2) [[girdle]] [[worn]] [[over]] the [[tunic]], Od. 14.72. (See [[cut]] No. 73.)
}}
}}

Revision as of 15:31, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωστήρ Medium diacritics: ζωστήρ Low diacritics: ζωστήρ Capitals: ΖΩΣΤΗΡ
Transliteration A: zōstḗr Transliteration B: zōstēr Transliteration C: zostir Beta Code: zwsth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ζώννυμι) in Il. always

   A a warrior's belt, prob. of leather covered with metal plates, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον 4.132; δαιδάλεος, παναίολος, ib.135,186; φοίνικι φαεινός 7.305, cf. Hdt.9.74, S.Aj.1030; of an Amazon, Pi.Fr.172: in Od., a swineherd's belt, 14.72, cf. Theoc.7.18,26.17.    II later,= ζώνη, a woman's girdle, Paus.1.31.1: metaph., of the encircling sea, νῆσοι... ἃς . . ζ. Αἰγαίου κύματος ἐντὸς ἔχει AP9.421 (Antip. Thess.); ὠκεανὸς ἀτλαντικὸς ζ. Secund.Sent.2.    III anything that goes round like a girdle:    1 stripe marking certain height in the ship, Hld.1.1.    2 grass-wrack, Posidonia oceanica, Thphr.HP4.6.2, Plin.HN13.135.    3 = ζώνη 111.4, ib.26.121.    IV name of a cape on the west coast of Attica, Hdt.8.107, Hyp.Fr.67, etc.    2 epith. of Apollo at Zoster, AB261(sed leg. Ζωστήριος).    V ζωστῆρες Ἐνυοῦς, of warriors, Call.Ap.85.    VI name of a πηγή in the Chaldaean system, Dam.Pr.96.

German (Pape)

[Seite 1145] ῆρος, ὁ, der Gürtel; in der Il. der Leibgurt der Krieger, welcher unterhalb des Brustpanzers, θώραξ, über den Hüften, den Bauch u. die Weichen deckt; er war an den Panzer mit Haken od. Schlössern befestigt, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο θώρηξ Il. 4, 132. 20, 415; er war wahrscheinlich mit Metall von künstlicher Arbeit belegt u. heißt daher δαιδάλεος, παναίολος, 4, 135. 186; auch φοίνικι φαεινός, 7, 305; vgl. noch 11, 236 οὐδ' ἔτορε ζωστῆρα παναίολον, ἀλλὰ πολὺ πρὶν ἀργύρῳ ἀντομένη μόλιβος ἃς ἐτράπετ' αἰχμή, wo aus dem vorhergehenden Verse κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθεν νύξε hervorgeht, daß ζωστήρ u. ζώνη (s. oben) dasselbe bedeuten. Od. 14, 72 ist es der Gürtel, mit dem der Sauhirt den Rock fester gürtet, wenn er ausgehen will, vgl. Theocr. 7, 18. Nach Aristarch. von ζῶμα unterschieden, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 121. Vgl. noch Her. 9, 74 ἐκ τοῦ ζωστῆρος τοῦ θώρηκος ἐφόρεε δεδεμένην ἄγκυραν. Von den Amazonen, Pind. frg. 158. Von Frauen Paus. 1, 31, 1 λύσασθαι τὸν ζωστῆρα ὡς τεξομένην. – Bei Callim. H. Apoll. 85 adject., ζωστῆρες Ἑνυοῦς ἀνέρες, gegürtet, gewappnet, nach Schol. οἱ πολεμικοί. – Allgemein heißt es Antp. Th. 37 (IX, 421) ἃς (νήσους) κελαδεινὸς ζωστὴρ Αἰγαίου κύματος ἐντὸς ἔχει. – Bei den Aerzten ein Hautausschlag rings um den Leib, Plin. H. N. 26, 11, vgl. ζώνη. – Beim Schiffe, Bretter, die rings um das Schiff laufen u. es zusammenhalten, Hel. 1, 1 u. a. Sp., vgl. ὑπόζωμα. – Bei Theophr. eine Art Meertang.

Greek (Liddell-Scott)

ζωστήρ: ῆρος, ὁ, (ζώννυμι) ἡ ζώνη, ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς ζώνης πολεμιστοῦ, ἥτις ἐκάλυπτε τὴν ὀσφὺν καὶ ἠσφάλιζε τὰ κατώτερα μέρη τοῦ θώρακος (πρβλ. μίτρη), συναπτόμενη διὰ θηλυκωμάτων ἐκ χρυσοῦ, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον Ἰλ. Δ. 132· καὶ πιθ. πρὸς ἐνίσχυσιν κεκαλυμμένη διὰ μεταλλίνων ἐλασμάτων, δαιδάλεος, παναίολος, Δ. 135, 186· φοίνικι φαεινὸς Η. 305, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 74, Πίνδ. Ἀποσπ. 158, Σοφ. Αἴ. 1030· - ἐν τῇ Ὀδ., ἡ ζώνη ἡ περισφίγγουσα τὸν χιτῶνα κατὰ τὴν ὀσφύν, Ξ. 72, πρβλ. Θεόκρ. 7. 18., 26. 17. 2) παρὰ μεταγ. ζώνη γυναικεία, Παυσ. 1. 31, 1· - μεταφ., ἐπὶ τῆς κυκλούσης θαλάσσης, νῆσοι..., ἃς... ζ. Αἰγαίου κύματος ἐντὸς ἔχει Ἀνθ. Π. 9. 421. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι περιτρέχει τι ὡς ζώνη, 1) σανίδες κατὰ μῆκος τοῦ πλοίου ἀπὸ τῆς πρῴρας εἰς τὴν πρύμναν διήκουσαι καὶ συγκρατοῦσαι αὐτὸ (ὅπερ δύναται νὰ νοηθῇ ἐκ τοῦ Εὐρ. Κύκλ. 505 κἑξ.), Ἡλιόδ. 1. 1. 2) εἶδος θαλασσίου φυτοῦ, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 6, 2, Πλίν. 13, 25. 3) = ζώνη ΙΙΙ. 4, Πλίν. 26. 74. ΙΙΙ. ὡς ἐπίθ., ζωστήριος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 85.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 baudrier;
2 ceinture en gén.
Étymologie: ζώννυμι.

English (Autenrieth)

ῆρος (ζώννῦμι): (1) warrior's body-girdle, of leather strengthened with metal plates, which covered the lower part of the θώρηξ, and the upper part of the μίτρη and of the ζῶμα (see cuts Nos. 3 and 79). (Il.) —(2) girdle worn over the tunic, Od. 14.72. (See cut No. 73.)