βουθυσία: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(Bailly1_1)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sacrifice de bœufs <i>ou</i> de génisses.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[θύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />sacrifice de bœufs <i>ou</i> de génisses.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[θύω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>βουθῠσία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sacrifice]] of [[cattle]] βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς [[θεῶν]] μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις (O. 5.6) [[ἀγών]] [[τοι]] [[χάλκεος]] δᾶμον ὀτρύνει [[ποτὶ]] βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (τελεῖται δὲ κατὰ τὸ [[Ἄργος]] τὰ Ἥραια ἢ τὰ Ἑκατόμβαια διὰ τὸ ἑκατὸν [[βοῦς]] θύεσθαι τῇ θεῷ. Σ. (O. 7.152) ) (N. 10.23) ]δωροις βουθυ[ (possis [σι, [τ) Θρ. 7. 12.
}}
}}

Revision as of 13:57, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουθῠσία Medium diacritics: βουθυσία Low diacritics: βουθυσία Capitals: ΒΟΥΘΥΣΙΑ
Transliteration A: bouthysía Transliteration B: bouthysia Transliteration C: vouthysia Beta Code: bouqusi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A sacrifice of oxen, IG14.830 (Puteoli), AP7.119, Porph. Abst.2.55; Ἥρας in her honour, Pi.N.10.23: in pl., Id.O.5.6, D.C. 46.40.

German (Pape)

[Seite 456] ἡ, Rinderopfer, Pind. N. 10, 23; plur., 5, 6 u. Sp., wie D. Sic. 1, 48.

Greek (Liddell-Scott)

βουθῠσία: ἡ, ἡ θυσία βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ.2336.10., 5853.11. Ἀνθ. ΙΙ. 7.119· Ἥρας, εἰς τιμὴν τῆς Ἥρας Πινδ. Ν. 10. 42· κατὰ πληθ. , ὁ αὐτ. Ο. 5.12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sacrifice de bœufs ou de génisses.
Étymologie: βοῦς, θύω.

English (Slater)

βουθῠσία
   1 sacrifice of cattle βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις (O. 5.6) ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (τελεῖται δὲ κατὰ τὸ Ἄργος τὰ Ἥραια ἢ τὰ Ἑκατόμβαια διὰ τὸ ἑκατὸν βοῦς θύεσθαι τῇ θεῷ. Σ. (O. 7.152) ) (N. 10.23) ]δωροις βουθυ[ (possis [σι, [τ) Θρ. 7. 12.