εὖχος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[εὔχομαι]], [[boast]]): [[glory]], esp. of [[war]] and [[victory]], freq. διδόναι εὖχός τινι, [[εὖχος]] [[ἀρέσθαι]], Il. 5.285, ι 31, Il. 7.203.
|auten=([[εὔχομαι]], [[boast]]): [[glory]], esp. of [[war]] and [[victory]], freq. διδόναι εὖχός τινι, [[εὖχος]] [[ἀρέσθαι]], Il. 5.285, ι 31, Il. 7.203.
}}
{{Slater
|sltr=[[εὖχος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[vaunt]] (of [[triumph]]), [[triumph]] ἀγώνιον ἐν δόξᾳ [[θέμενος]] [[εὖχος]], ἔργῳ [[καθελών]] (O. 10.64) [[εὖχος]] [[ἤδη]] παρὰ Πυθιάδος ἵπποις [[ἑλών]], δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων (P. 5.21) πέμπτον ἐπὶ [[εἴκοσι]] [[τοῦτο]] γαρύων [[εὖχος]] ἀγώνων [[ἄπο]] (N. 6.59)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὖχος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[vaunt]] (of [[triumph]]), [[triumph]] ἀγώνιον ἐν δόξᾳ [[θέμενος]] [[εὖχος]], ἔργῳ [[καθελών]] (O. 10.64) [[εὖχος]] [[ἤδη]] παρὰ Πυθιάδος ἵπποις [[ἑλών]], δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων (P. 5.21) πέμπτον ἐπὶ [[εἴκοσι]] [[τοῦτο]] γαρύων [[εὖχος]] ἀγώνων [[ἄπο]] (N. 6.59)
|sltr=[[εὖχος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[vaunt]] (of [[triumph]]), [[triumph]] ἀγώνιον ἐν δόξᾳ [[θέμενος]] [[εὖχος]], ἔργῳ [[καθελών]] (O. 10.64) [[εὖχος]] [[ἤδη]] παρὰ Πυθιάδος ἵπποις [[ἑλών]], δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων (P. 5.21) πέμπτον ἐπὶ [[εἴκοσι]] [[τοῦτο]] γαρύων [[εὖχος]] ἀγώνων [[ἄπο]] (N. 6.59)
}}
}}

Revision as of 14:03, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὖχος Medium diacritics: εὖχος Low diacritics: εύχος Capitals: ΕΥΧΟΣ
Transliteration A: eûchos Transliteration B: euchos Transliteration C: eychos Beta Code: eu)=xos

English (LSJ)

εος, τό, (εὔχομαι) poet. Noun:    I thing prayed for, object of prayer, εὖχος δοῦναι, ὀρέξαι, πορεῖν τινι, Il.5.285, 22.130, Od.22.7, S.Ph.1203; εὖχος ἀρέσθαι to obtain it, Il.7.203; ἑλεῖν Tyrt.12.36, Pi.P.5.21; Τεῦκρον . . εὖχος ἀπηύρα took it away from him, Il.15.462.    II boast, vaunt, μέλεον δέ οἱ εὖχος ἔδωκας 21.473; εὖχος ἔργῳ καθελών Pi.O.10(11).63, al.; of persons, Ἀνάκρεον, εὖ. Ἰώνων AP7.27 (Antip. Sid.).    III later, vow, votive offering, Pl.Epigr. 5.3.

German (Pape)

[Seite 1110] τό (nom. u. acc.), dessen man sich rühmt, Ruhm, bes. Ruhm im Kampfe, Sieg, ἐμοὶ δὲ μέγ' εὖχος ἔδωκας Il. 5, 285, wie 654 ἐμῷ δ' ὑπὸ δουρὶ δαμέντα εὖχος ἐμοὶ δώσειν, vom Besiegten, dessen Niederlage dem Sieger Ruhm bringt; von den Göttern, Iliad. 7, 81 εἰ δέ κ' ἐγὼ τὸν ἕλω, δώῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων; ähnl. δὸς νίκην Αἴαντι καὶ ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι, Ruhm davonzutragen, 7, 203, wie Hes. Th. 628; εὖχος ἀπηύρα 15, 462; ὀρέξειν τινί 13, 327; αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων Od. 22, 7. Aehnlich Pind. vom Ruhm des Sieges im Wettkampfe, ἵπποις ἑλών P. 5, 21; ἀγώνιον ἐν δόξᾳ εὖχος θέμενος Ol. 11, 66, den Sieg im Wettkampfe als einen Ruhm ansehend; vgl. Tyrt. 3, 36; – von Menschen, Ἀνακρέων εὖχος Ἰώνων, der Ruhm der Ionier, dessen sie sich rühmen, Antp. gid. 73 (VII, 27); – das Gewünschte, ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε, einen Wunsch gewähret mir, Soph. Phil. 1188; – das Gelobte, das Weihgeschenk, ἔθηκεν Plat. ep. 8 (VI, 43).

Greek (Liddell-Scott)

εὖχος: -εος, τό, (εὔχομαι) ποιητ. λέξις: II. ὅπερ εὔχεταί τις νὰ ἔχῃ, ἰδίως πολεμικὴ δόξα, καθόλου, πᾶν τὸ περιποιοῦν τινι δόξαν καὶ φήμην, ἐμοὶ δὲ μέγ’ εὖχος ἔδωκας Ἰλ. Ε. 285· εἴδομεν ὁπποτέρῳ κεν Ὀλύμπιος εὖχος ὀρέξῃ Χ. 130· πόρῃ δε μοι εὖχος Ἀπόλλων Ὀδ. Χ. 7· ἀλλ’, ὦ ξένοι, ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε, κάμετέ μοι τοὐλάχιστον μίαν χάριν, Σοφ. Φιλ. 1202· ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι, «καύχημα λαμπρὸν ἀνενέγκασθαι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 203· ἑλεῖν Τυρταῖ. 9. 36, Πινδ Π. 5. 26· Τεῦκρον Τελαμώνιον εὖχος ἀπηύρα, ἀφήρει ἀπ’ αὐτοῦ τὸ καύχημα, Ἰλ. Ο. 462· μέλεον δὲ οἱ εὖχος ἔδωκας; «ἄμοχθον δὲ καὶ ἄλυπον καύχημα αὐτῷ ἐπέδωκας;» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 473, καὶ συχνὸν παρὰ Πινδ., ὡς Ο. 10 (11). 75· ἐπὶ προσώπων, Ἀνάκρεον, εὖχος Ἰώνων Ἀνθ. Π. 7. 27. II. βραδύτερον, εὐχή, ἀφιέρωμα, «τάξιμον», Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὖχος· βούλησις, νίκη».

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
1 sujet d’orgueil, gloire;
2 objet d’un vœu, d’un désir.
Étymologie: cf. εὔχομαι.

English (Autenrieth)

(εὔχομαι, boast): glory, esp. of war and victory, freq. διδόναι εὖχός τινι, εὖχος ἀρέσθαι, Il. 5.285, ι 31, Il. 7.203.

English (Slater)

εὖχος
   1 vaunt (of triumph), triumph ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.64) εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών, δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων (P. 5.21) πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο (N. 6.59)

English (Slater)

εὖχος
   1 vaunt (of triumph), triumph ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.64) εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών, δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων (P. 5.21) πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο (N. 6.59)