βουλεύω: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[βουλή]]), fut. inf. [[βουλευσέμεν]], aor. (ἐ)βούλευσα: [[hold]] [[counsel]], [[deliberate]], [[advise]], [[devise]]; abs., Il. 2.347 ; βουλήν, βουλὰς βουλεύειν, Il. 9.75, Il. 10.147; βουλεύειν τινι, Il. 9.99; ὁδὸν φρεσὶ βουλεύειν, Od. 1.444; [[κακόν]] τινι, Od. 5.179; foll. by inf., I [[thought]] to, Od. 9.299; by [[ὅπως]], Od. 9.420; [[mid]]., [[devise]], [[determine]] [[upon]], ἀπάτην, Β 11, Il. 9.21. | |auten=([[βουλή]]), fut. inf. [[βουλευσέμεν]], aor. (ἐ)βούλευσα: [[hold]] [[counsel]], [[deliberate]], [[advise]], [[devise]]; abs., Il. 2.347 ; βουλήν, βουλὰς βουλεύειν, Il. 9.75, Il. 10.147; βουλεύειν τινι, Il. 9.99; ὁδὸν φρεσὶ βουλεύειν, Od. 1.444; [[κακόν]] τινι, Od. 5.179; foll. by inf., I [[thought]] to, Od. 9.299; by [[ὅπως]], Od. 9.420; [[mid]]., [[devise]], [[determine]] [[upon]], ἀπάτην, Β 11, Il. 9.21. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:11, 17 August 2017
English (LSJ)
Il.2.379, etc., aor.
A ἐβούλευσα Od.5.23, etc., Ep. βούλ- Il.14.464: pf. βεβούλευκα S.OT701:—Med. and Pass., v. infr.: (βουλή):—take counsel, deliberate, in past tenses, determine or resolve after deliberation: 1 abs., ὣς βουλεύσαντε Il. 1.531; βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι in council or in battle, Od.14.491; β. ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο 9.420, cf. 11.229; δυσμενέεσσι φόνου πέρι β. 16.234; ἔς γε μίαν βουλεύσομεν (sc. βουλήν) we shall agree to one plan, Il.2.379; θυμῷ β. Od.12.58; β. περί τινος Hdt.1.120, Th.3.28, 5.116: in Prose, chiefly Med. in this sense, v. infr. B. 2 c. acc. rei, deliberate on, plan, devise, β. βουλάς Il.24.652, al.; οὐ . . τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή; Od.5.23; ὁδόν 1.444; φύξιν Il.10.311,398; κέρδεα Od.23.217; ψεύδεα 14.296: c. dat. pers., τῷ γάρ ῥα θεοὶ βούλευσαν ὄλεθρον Il. 14.464, cf. Hdt.9.110; θάνατόν τινι Pl.Lg.872a; β. πῆμά τινι Od.5.179, etc.; κέλευθον A.Pers.758; ποινάς Id.Ag.1223; νεώτερα β. περί τινος Hdt.1.210:—Pass. (with fut. Med., A.Th.198), aor. ἐβουλεύθην Hdt. 7.157, Th.1.120, Pl.R.442b: pf. βεβούλευμαι (usu. in med. sense, v. infr. B):—to be determined or planned, ψῆφος κατ' αὐτῶν βουλεύσεται A. l.c.; βεβούλευται τάδε Id.Pr.998, cf. Hdt.7.10.δ; τὰ βεβουλευμένα, = βουλεύματα, Id.4.128; τὰ βουλευόμενα X.Cyr.6.2.2; πῶς σφῷν βεβούλευται Pl.Euthd.274a. 3 c. inf., take counsel, resolve to do, τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα . . οὐτάμεναι Od.9.299, cf. Hdt.1.73, 6.52,61, etc.:— Pass., τοῖσι ἐβεβούλευτο τὸ παιδίον προσουδίσαι Id.5.92.γ. II give counsel, τὰ λῷστα β. A.Pr.206; β. δυνατός Pl.Lg.694b: c. dat. pers., advise, ἵνα σφίσι βουλεύησθα Il.9.99, cf. A.Eu.697. III sit in council, of the Spartan γέροντες, Hdt.6.57; to be a member of a βουλή, Arist.Pol.1282a30; esp. of the Council of 500 at Athens, Antipho 6.45, And.1.75, X.Mem.1.1.18, Arist.Ath.62.3; ἡ βουλὴ ἡ βουλεύουσα Lys.13.19; βουλὴν β. to be a member of the β., ib.20; βουλεύειν λαχών Pl.Grg.473e. B Med., fut. -εύσομαι A.Ag.846, Ch.718, Th.1.43, Pl.Smp. 174d: aor. ἐβουλευσάμην S.OT537, etc.; Ep. βουλ- Il.2.114; ἐβουλεύθην D.H.15.7: pf. βεβούλευμαι Hdt.3.134, S.El.385, Th.1.69, E.Supp.248, Pl.Chrm.176c (also in pass. sense, v. supr.):—more freq. in Att. Prose than Act., 1 abs., take counsel with oneself, deliberate, Hdt.7.10.δ, Arist.EN1112b11,20; παραχρῆμα οὐδὲ -σάμενος D.37.13; ἅμα τινί Hdt.8.101; περὶ τοῦ μέλλοντος τῶν οἰκείων Th.3.44, cf. Pl.Phdr.231a; περί τι Id.R.604c; ὑπέρ τινος ib.428d; πρὸς τὴν γεγενημένην ξυμφοράν Th.7.47: c. acc. cogn., β. βούλευμα And.3.29; βουλήν Pl.Plt.298b, etc.; ἴσον τι ἢ δίκαιον Th.2.44:—also like Act., take counsel, πρός τινας LXX 4 Ki.6.8. 2 act as member of council, and so originate measures, β. καὶ κρίνειν Arist.Pol.1281b31; τὸ βουλευόμενον ib.1291a28. 3 c. acc. rei, determine with oneself, resolve on, κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114 (Med. here only in Hom.); ἀλλοῖόν τι περί τινος Hdt.5.40, cf. Pl.Ap.32c. 4 c. inf., resolve to do, Hdt.3.134, Pl.Chrm.176c. 5 rarely folld. by Relat., β. ὅ τι ποιήσεις ibid.; β. ὅπως . . with subj., X.Cyr.1.4.13; β. πῶς τις, c. fut., Id.An.3.4.40; πῶς καὶ τί πρακτέον εἴη Plb.1.33.3; ἵνα Ev.Jo.12.10.
German (Pape)
[Seite 457] 1) Rath halten, überlegen, Iliad. 1, 531 τώ γ' ἃς βουλεύσαντε διέτμαγεν; öfters βουλὰς βουλεύειν, Iliad. 10, 147. 327. 415. 23, 78 Odyss. 6, 61: τῷ πείσεαι ὅς κεν ἀρίστην βουλὴν βουλεύσῃ Iliad. 9, 75; θυμῷ βουλεύειν, bei sich überlegen, Odyss. 12, 58; βούλευε φρεσὶν ᾗσιν ὁδὸν τὴν πέφραδ' Ἀθήνη 1, 444; ἐς μίαν, einstimmig, einig im Rathe sein, Iliad. 2, 379; σοφῶς Soph. Phil. 421; περί τινος Od. 16, 234; Her. 1, 120; Thuc. 3, 28 u. sonst; τί, etwas beschließen, ersinnen, νόον, einen Plan, Od. 5, 23; meist von bösen Dingen, πῆμά τινι Od. 10, 300, ψεύδεα 14, 296, κακὰ κέρδεα 23, 217; κέλευθον, ποινάς, φόνον, μόρον, Aesch. Pers. 744 Ag. 1196. 1597. 1617; στρατῷ φόνον Soph. Ai. 1034; eigthümt. τοῦ τάφου Ant. 486; δρησμόν Her. 5, 124 (vgl. Luc. Cont. 23), auf Flucht denken; νεώτερα περί τινος 1, 210; τῇ γυναικὶ ὄλεθρον 9, 110; Xen. Cyr. 8, 7, 22 μηδὲν ἀνόσιον μήτε ποιήσητε, μήτε βουλεύσητε; An. 2, 5, 16 τινὶ κακόν; θάνατόν τινι Plat. Legg. IX, 871 e, wo αὐτόχειρ dem βουλεύσας entggstzt ist. Mit inf., Il. 9, 458; Soph. O. R. 738; vgl. Her. 6, 52. 61. So pass., ὦπται πάλαι δὴ καὶ βεβούλευται τάδε Aesch. Prom. 998; πῶς σφῷν βεβούλευται Plat. Euthyd. 274 a; pass., ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται Spt. 180; τὰ βουλευόμενα, = βουλεύματα, Xen. Cyr. 6, 2, 2; τὰ βεβουλευμένα Her. 4, 125. – 2) im Rathe sitzen, Rathsherr sein, Plat. Gorg. 473 e; zum Rathe der 500 gehören, Xen. Mem. 1, 1, 18 u. sonst; rathen, Rath geben, τινί Aesch. Prom. 204 Eum. 667; βουλὴν βουλεύειν Lys. 13, 20; βουλεύματα Eur. El. 1012. – Med., sich berathen, τί, etwas beschließen; bei Hom. zweimal, Iliad. 2, 114. 9, 21 νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο, dieselbe Bedeutung wie die des activ. In Attischer Prosa ist das medium gebräuchlicher als das activ.; deshalb sagten die Alexandriner, Homer, der das activ. weit häufiger hat als das medium, gebrauche ersteres statt des letzteren und dies sei eine ächt Homerische Ausdrucksweise, welche sich jedoch bei den Att. nicht allzu selten wiederfinde. Vgl. z. B. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 29 βουλεύσαντε βουλευσάμενοι, βουλὴν συνθέντες. – Herodot. 6, 100 ἐβουλεύοντο ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν; ἅμα τινί, mit Jemandem, 8, 101; τί βουλεύεσθον ποιεῖν Plat. Charm. 176 c; περί τινος Lach. 185 a; τὰ ἄριστα περί τινος Thuc. 6, 23; περὶ τὸ γεγονός Plat. Rep. X, 604 c; βουλὴν περί τινος Polit. 298 b; πρὸς ταῦτα, in Beziehung darauf, Xen. An. 1, 3, 19; ὅ τι χρὴ ποιεῖν 1, 3, 11; πῶς 3, 4, 40; für Einen sorgen, κακῶς πρό τινος 7, 6, 27; παραχρῆμα οὐδὲ βουλευσάμενος, ohne Ueberlegung, Dem. 37, 13. So auch perf., Her. 3, 134; Plat. Charm. 176 c; βεβουλευμένος, der seinen Entschluß gefaßt hat, Thuc. 1, 69; Men. bei Stob. fl. 96, 20.
Greek (Liddell-Scott)
βουλεύω: μέλλ. –σω· ἀόρ. ἐβούλευσα Ὅμ., Ἀττ., Ἐπ. βούλ- Ὅμ.· πρκμ. βεβούλευκα Σοφ. Ο. Τ. 701· περὶ τοῦ μέσ. καὶ παθ. ἴδε κατωτ.· (βουλή). Σκέπτομαι, κρίνω, συσκέπτομαι πρὸς λῆψιν μέτρων, σχεδιάζω, καὶ ἐν τοῖς παθητ. χρόνοις, ὁρίζω ἢ ἀποφασίζω μετὰ τὴν σκέψιν. 1) ἀπολ., ὣς βουλεύσαντε Ἰλ. Α. 531· βουλευέμεν ἠὲ μέχεσθε, εἰς συμβούλιον, σύσκεψιν ἢ εἰς μάχην, Ὀδ. Ξ. 491· β. ὅπως τι γένηται Ι. 420, Λ. 228· δυσμενέεσσιν φόνου πέρι β. ΙΙ. 234· ἔς γε μίαν βουλεύσομεν [ἐνν. βουλήν], θὰ συμφωνήσωμεν εἰς ἓν σχέδιον, Β. 379· θυμῷ β. Μ. 58· β. περί τινος Ἡρόδ. 1. 120, Θουκ. 3. 28., 5. 116· ἀλλὰ παρὰ πεζοῖς ἡ ἔννοια αὕτη ἀνήκει κυρίως εἰς τὸ μέσον, ἴδε κατωτ. Β. 2) μ. αἰτ. πράγμ., σκέπτομαι περὶ τινος, σχεδιάζω, μηχανῶμαι, β. βουλὰς (ἴδε ἐν λ. βουλή)· οὐ…τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτὴ Ὀδ. Ε. 23· ὁδὸν Α. 444· φύξιν Κ. 311. 398· κέρδεα Ψ. 217· ψεύδεα Ξ. 296· μ. δοτ. προσωπ., τῷ γάρ ῥα θεοὶ βούλευσαν ὄλεθρον Ἰλ. Ξ. 464· β. πῆμά τινι Ὀδ. Ε. 179, κτλ.· καὶ οὕτως παρ’ Ἡρόδ. 9. 110, καὶ Ἀττ.· νεώτερα β. περί τινος Ἡρόδ. 1. 210. ― Παθ. (μετὰ μέσ. μέλλ., Αἰσχύλ. ἔνθα κατωτ.)· ἀόρ. ἐβουλεύθην Θουκ. 1. 120, Πλάτ.· πρκμ. βεβούλευμαι (συχνότερον μὲ μέσ. σημασ., ἴδε κατωτ. Β)· ― ὡρισμένος εἶμαι, ἀποφασισμένος, ψῆφος κατ’ αὐτῶν βουλεύσεται Αἰσχύλ. Θήβ. 198· βεβούλευται τάδε ὁ αὐτ. Πρ. 998, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 10. 4· τὰ βεβουλευμένα = βουλεύμαται ὁ αὐτ. 4. 128, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 2, 2. 3) μετ’ ἀπαρ., σκέπτομαι, ἀποφασίζω νὰ πράξω τι, τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα… οὐτάμεναι Ὀδ. Ι. 299· οὕτως Ἡρόδ. 1. 73., 6. 52, 61, κτλ. ― Παθ., βεβούλευτό σφι ποιέειν ὁ αὐτ. 5. 92, 3. ΙΙ. δίδω γνώμην, ἐκφέρω γνώμην, τὰ λῷστα β. Αἰσχύλ. Πρ. 204, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 694Β· μ. δοτ. προσ., συμβουλεύω, Ἰλ. Ι. 99, Αἰσχύλ. Εὐμ. 700. ΙΙΙ. παρ’ ἱστορικοῖς καὶ πολιτικοῖς συγγραφ., εἶμαι μέλος τῆς βουλῆς, εἶμαι βουλευτής, Ἡρόδ. 6. 57, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 16· ἰδίως τῆς ἐν Ἀθήναις βουλῆς τῶν 500, Ἀντιφ. 146. 34, Ἀνδοκ. 10. 27, Πλάτ. Γοργ. 473Ε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 18, Δημ., κτλ.· ἡ βουλὴ ἡ βουλεύουσα Λυσ. 131. 16. Β. Μέσ., μέλλ. –εύσομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 846, Χο. 218, Θουκ. 1. 43, Πλάτ.· ἀόρ. ἐβουλευσάμην ὁ αὐτ., κτλ.· Ἐπ. βουλ- Ἰλ. Β. 114· ὡσαύτως ἐβουλεύθην Ἡρόδ. 7. 157, Διον. Ἁλ.· πρκμ. βεβούλευμαι Ἡρόδ. 3. 134, Σοφ. Ἠλ. 385, Θουκ. 1. 69, Εὐρ., κτλ.· ἂν καὶ τοῦτο ὡσαύτως κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας, ἴδε ἀνωτ.· ― συνηθέστερον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἢ τὸ ἐνεργ., 1) ἀπολ., σκέπτομαι κατ’ ἐμαυτόν, κρίνω, ἀποφασίζω, Ἡρόδ. 7. 10, 4, συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., ἅμα τινὶ Ἡρόδ. 8. 104· περί τινος Θουκ. 3. 44, Πλάτ. Φαίδρ. 231Α, κτλ.· περί τι ὁ αὐτ. Πολ. 604C· ὑπέρ τινος αὐτόθι 428D· πρός τι Θουκ. 7. 47· ― μ. συστοίχ. αἰτιατ., β. βούλευμα Ἀνδοκ. 27. 15· βουλὴν Πλάτ., κτλ.· ἴσον τι ἢ δίκαιον Θουκ. 2. 44. 2) ἐνεργῶ ὡς μέλος συμβουλίου, ἑπομένως, προτείνω τί τὸ πρακτέον, ἀντίθετον τῷ συμβουλεύομαι, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 15· τὸ βουλευόμενον αὐτόθι 16. 3) μ. αἰτ. πράγματος, ὁρίζω τι κατ’ ἐμαυτόν, ἀποφασίζω, κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Ἰλ. Β. 114 (τὸ μόνον χωρίον ἔνθα ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ μέσ.)· ἀλλοῖόν τι περί τινος Ἡρόδ. 5. 40. 4) μ. ἀπαρ., ἀποφασίζω νὰ πράξω, ὁ αὐτ. 3. 134, Πλάτ. Χαρμ. 176C. 5) σπανίως ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, β. ὅτι ποιήσεις αὐτόθι· β. ὅπως…, μεθ’ ὑποτακτ., Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐβούλευσα, pf. βεβούλευκα;
I. (βουλή, conseil, délibération);
1 tenir conseil, délibérer ; περί τινος, sur qch ; ὅπως τι γένηται OD pour qu’une chose se fasse ou pour voir comment une chose pourrait se faire;
2 projeter après délibération, projeter, décider : β. νόον OD former un projet ; ὁδόν OD, φύξιν IL former le projet d’un voyage, d’une fuite ; τινι β. ὄλεθρον IL décider la perte de qqn ; avec l’inf. décider de : ἐς μίαν βουλεύειν (s.e. βουλήν) IL décider à l’unanimité ; Pass. être décidé, être résolu en parl. d’un projet, d’un plan, etc. ; avec l’inf. : τοῖσι δὲ ἐβεβούλευτο HDT ils avaient résolu de ; τὰ βουλευόμενα XÉN les projets ou questions en délibération ; τὰ βεβουλευμένα HDT les résolutions prises;
3 donner un conseil : τὰ λῷστα β. ESCHL donner le meilleur conseil ; avec un dat. : β. τινί ESCHL donner un conseil à qqn;
II. (βουλή, assemblée délibérante) être membre d’un conseil, siéger dans un conseil particul. à Athènes, en parl. du conseil des Cinq cents ou Sénat;
Moy. βουλεύομαι (ao. ἐβουλευσάμην et ἐβουλεύθην, pf. βεβούλευμαι);
1 se consulter, délibérer en soi-même ou avec d’autres : περί τινος, περί τι, ὑπέρ τινος au sujet de qch, πρός τι, pour prendre des mesures au sujet de qch;
2 projeter en soi-même, méditer : κακὴν ἀπάτην IL une fraude ; décider, se résoudre à, acc. ; β. πάλιν changer d’avis, revenir sur une décision.
Étymologie: βουλή.
English (Autenrieth)
(βουλή), fut. inf. βουλευσέμεν, aor. (ἐ)βούλευσα: hold counsel, deliberate, advise, devise; abs., Il. 2.347 ; βουλήν, βουλὰς βουλεύειν, Il. 9.75, Il. 10.147; βουλεύειν τινι, Il. 9.99; ὁδὸν φρεσὶ βουλεύειν, Od. 1.444; κακόν τινι, Od. 5.179; foll. by inf., I thought to, Od. 9.299; by ὅπως, Od. 9.420; mid., devise, determine upon, ἀπάτην, Β 11, Il. 9.21.