ἐτήτυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[ἔτυμος]], [[ἐτεός]]): true, [[truthful]], [[real]]; [[ἄγγελος]], [[νόστος]], [[μῦθος]], Il. 22.438, γ 2, Od. 23.62; freq. neut. as adv., ἐτήτυμον, [[actually]], [[really]], Il. 1.558, Il. 18.128.
|auten=(cf. [[ἔτυμος]], [[ἐτεός]]): true, [[truthful]], [[real]]; [[ἄγγελος]], [[νόστος]], [[μῦθος]], Il. 22.438, γ 2, Od. 23.62; freq. neut. as adv., ἐτήτυμον, [[actually]], [[really]], Il. 1.558, Il. 18.128.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐτήτῠμος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[genuine]] ὅ τ' ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.54) φίλον ἐς ἄνδρ' [[ἄγων]] [[κλέος]] ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.63)
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐτήτῠμος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[genuine]] ὅ τ' ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.54) φίλον ἐς ἄνδρ' [[ἄγων]] [[κλέος]] ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.63)
}}
}}

Revision as of 14:12, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτήτῠμος Medium diacritics: ἐτήτυμος Low diacritics: ετήτυμος Capitals: ΕΤΗΤΥΜΟΣ
Transliteration A: etḗtymos Transliteration B: etētymos Transliteration C: etitymos Beta Code: e)th/tumos

English (LSJ)

ον, poet. redupl. for ἔτυμος,

   A true, οὐκ ἔσθ' ὅδε μῦθος ἐ. Od.23.62; ἐ. ἄγγελος ἐλθών Il.22.438; ἐτήτυμα μυθησαίμην Hes.Op.10; τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον tell me this true, Od.1.174; τοῦτ' ἐ.; c. inf., is this true, that . . ? A.Pers.737 (troch.); εἰ λέγεις ἐτήτυμα S.Ph.1290; τὸ δ' ἐ. but the truth is... Ar.Pax119.    2 of persons, truthful, οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ' ἐ. E.Or.1667; ἐ. στόμα Id.IT1085.    3 genuine, real, κείνῳ δ' οὐκέτι νόστος ἐ. for him there remains no true, real return, Od.3.241; ἀλάθεια, κλέος, Pi.O.10(11).54, N.7.63; ἐ. Διὸς κόρα A.Ch.948; παῖς ἐ. γεγώς S.Tr.1064; χρυσός Theoc.12.37: in late Prose, Them. Or.22.279d.    II as Adv., in neut. ἐτήτυμον, truly, really, Od.4.157, Il.13.111, 18.128, Archil.62 : regul. Adv. -μως A.Ag.167 (lyr.), 682 (lyr.); ὡς ἐ. S.El.1452.

German (Pape)

[Seite 1052] ον (ἐτός, ἐτεός), wahr, wahrhaft, ἄγγελος Il. 22, 438; μῦθος Od. 23, 62; auch ἐτήτυμον, adverbial, 4, 152, wirklich, in der That; Il. 16, 128 u. öfter, wie Ap. Rh. 4, 835 u. öfter; ἀλήθεια, κλέος, Pind. Ol. 11, 56 N. 7, 63; ἐτ. Διὸς κόρα Aesch. Ch. 396; τοῦτ' ἐτήτυμον Pers. 723; εἰ λέγεις ἐτήτυμα Soph. Phil. 1274; γενοῦ μοι παῖς ἐτ. γεγώς, ächt, Trach. 1053, wie χρυσός Theocr.; τὸ δ' ἐτήτυμον Ar. Pax 119; οὐ ψευδόμαντις, ἀλλ' ἐτήτυμος Eur. Or. 1667; ἐτήτυμον στόμα, Wahrheit redend, I. T 1085; sp. D.; in Prosa erst Themist. – Adv. ἐτητύμως, wahr, der Wahrheit gemäß, wirklich, Tragg., bes. Aesch. oft; ἤγγειλαν ὡς ἐτ. Soph. El. 1444.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτήτῠμος: -ον, ἐκτεταμ. ποιητ. ἀντί ἔτυμος (ὡς ἀταρτηρός ἐκ του ἀτηρός), ἀληθής, οὐκ ἔσθ’ ὅδε μῦθος ἑτ. Ὀδ. Ψ. 62· ἄγγελος ἐλθὼν Ἰλ. Χ. 438· ἐτήτυμα μυθεῖσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 10· τοῦτ’ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, εἰπέ μοι τοῦτο ἐν ἀληθείᾳ, Ὀδ. Α. 174· τοῦτ’ ἐτήτυμον…; μετ’ ἀπαρ., εἶναι τοῦτο ἀληθὲς ὅτι…; Αἰσχύλ. Πέρσ. 737· εἰ λέγεις ἐτήτυμα Σοφ. Φιλ. 1290· τὸ δ’ ἐτήτυμον, ἀλλ’ ἡ ἀλήθεια εἶναι..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 119. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀληθής, φιλαλήθης, οὐ ψευδόμαντις… ἀλλ’ ἐτ. Εὐρ. Ὀρ. 1667· ἐτ. στόμα ὁ αὐτ. Ι. Τ.1085. 3) ἀληθής, γνήσιος, πραγματικός, Λατ. sincerus, κείνῳ δ’ οὐκέτι νόστος ἐτ., δι’ ἐκεῖνον δὲν μένει ἀληθής, πραγματική ἐπιστροφή, Ὀδ. Γ. 241· ἐτ. φέγγος Πινδ. Ο. 2. 101· ἀλήθεια, κλέος αὐτόθι 10 (ΙΙ). 66, Ν. 7. 92· ἐτ. Διὸς κάρα Αἰσχύλ. Χο. 948· παῖς ἐτ. γεγὼς Σοφ. Τρ. 1064· χρυσὸς Θεόκρ. 12. 37. ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ. κατ’ οὐδ., ἐτήτυμον, ὡς τὸ ἐτεόν, ἀληθῶς, πράγματι, ὄντως, Ὀδ. Δ. 157, Ἰλ. Ν. 111, Σ. 128, Ἀρχίλοχ. 31: ― παρὰ Τραγ. τὸ Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 166, 477, 681, κτλ. · ὡς ἐτητύμως Σοφ. Ἠλ. 1452

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 vrai : ἐτήτυμον ἀγορεύειν OD, λέγειν ἐτήτυμα SOPH dire la vérité;
2 véritable, réel p. opp. à fictif νόστος ἐτήτυμος OD retour véritable ; adv. • ἐτήτυμον IL en vérité, réellement;
3 qui dit la vérité, véridique, sincère.
Étymologie: ἔτυμος, avec redoubl.

English (Autenrieth)

(cf. ἔτυμος, ἐτεός): true, truthful, real; ἄγγελος, νόστος, μῦθος, Il. 22.438, γ 2, Od. 23.62; freq. neut. as adv., ἐτήτυμον, actually, really, Il. 1.558, Il. 18.128.