ἅπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. [[part]]. ἅψᾶς, [[mid]]. ipf. ἥπτετο, fut. ἅψεται, aor. ἥψατο (ἅψατο), inf. ἅψασθαι, [[part]]. ἁψάμενος, aor. [[pass]]. (according to [[some]]), [[ἑάφθη]] (q. v.): I. [[act]]., [[attach]], [[fasten]], Od. 21.408, of putting a [[string]] to a [[lyre]].—II. [[mid]]., [[fasten]] [[for]] [[oneself]], cling to, [[take]] [[hold]] of (τινός); ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου, in [[order]] to [[hang]] herself, Od. 11.278 ; ὡς δ' ο<&lt;><&gt;>τε [[τίς]] τε κυὼν συὸς ἀγρίου ἠὲ λέοντος &#124; ἅψηται [[κατόπισθε]], ‘fastens on’ to him [[from]] the [[rear]], Il. 8.339 ; ἅψασθαι [[γούνων]], κεφαλῆς, [[νηῶν]], etc.; βρώμης δ' [[οὐχ]] ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος, ‘[[touch]],’ Od. 10.379.
|auten=aor. [[part]]. ἅψᾶς, [[mid]]. ipf. ἥπτετο, fut. ἅψεται, aor. ἥψατο (ἅψατο), inf. ἅψασθαι, [[part]]. ἁψάμενος, aor. [[pass]]. (according to [[some]]), [[ἑάφθη]] (q. v.): I. [[act]]., [[attach]], [[fasten]], Od. 21.408, of putting a [[string]] to a [[lyre]].—II. [[mid]]., [[fasten]] [[for]] [[oneself]], cling to, [[take]] [[hold]] of (τινός); ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου, in [[order]] to [[hang]] herself, Od. 11.278 ; ὡς δ' ο<&lt;><&gt;>τε [[τίς]] τε κυὼν συὸς ἀγρίου ἠὲ λέοντος &#124; ἅψηται [[κατόπισθε]], ‘fastens on’ to him [[from]] the [[rear]], Il. 8.339 ; ἅψασθαι [[γούνων]], κεφαλῆς, [[νηῶν]], etc.; βρώμης δ' [[οὐχ]] ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος, ‘[[touch]],’ Od. 10.379.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἅπτω]] (aor. ἅψαι: med. ἅπτομαι, -εται, -όμεσθα, -ονθ; -όμεναι) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[act]]., [[kindle]] met. προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (I. 4.43) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> med.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> abs., [[touch]] met. αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (= πόνους) ἁπτόμεναι [[with]] [[their]] [[touch]] (N. 4.3) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> c. dat., [[attain]] to ὅσαις δὲ βροτὸν [[ἔθνος]] ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα (Tric.: ἁπτόμεθα codd.) (P. 10.28) ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν [[οἴκοθεν]] στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις (I. 4.12) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>III</b> c. gen., [[clasp]], [[embrace]] ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων πόλιός θ' [[ὑπὲρ]] φίλας ἀστῶν θ [[ὑπὲρ]] τῶνδ ἅπτομαι (N. 8.14) met., Θήρων ἅπτεται [[οἴκοθεν]] Ἡρακλέος σταλᾶν (O. 3.43) ψευδέων δ' [[οὐχ]] ἅπτεται sc. [[Apollo]] (P. 3.29) [[ὄψον]] δὲ λόγοι φθονεροῖσιν, ἅπτεται δ' ἐσλῶν [[ἀεί]], χειρόνεσσι δ [[οὐκ]] ἐρίζει (sc. [[φθόνος]]) (N. 8.22)
}}
{{Slater
|sltr=[[ἅπτω]] (aor. ἅψαι: med. ἅπτομαι, -εται, -όμεσθα, -ονθ; -όμεναι) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[act]]., [[kindle]] met. προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (I. 4.43) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> med.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> abs., [[touch]] met. αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (= πόνους) ἁπτόμεναι [[with]] [[their]] [[touch]] (N. 4.3) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> c. dat., [[attain]] to ὅσαις δὲ βροτὸν [[ἔθνος]] ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα (Tric.: ἁπτόμεθα codd.) (P. 10.28) ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν [[οἴκοθεν]] στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις (I. 4.12) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>III</b> c. gen., [[clasp]], [[embrace]] ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων πόλιός θ' [[ὑπὲρ]] φίλας ἀστῶν θ [[ὑπὲρ]] τῶνδ ἅπτομαι (N. 8.14) met., Θήρων ἅπτεται [[οἴκοθεν]] Ἡρακλέος σταλᾶν (O. 3.43) ψευδέων δ' [[οὐχ]] ἅπτεται sc. [[Apollo]] (P. 3.29) [[ὄψον]] δὲ λόγοι φθονεροῖσιν, ἅπτεται δ' ἐσλῶν [[ἀεί]], χειρόνεσσι δ [[οὐκ]] ἐρίζει (sc. [[φθόνος]]) (N. 8.22)
}}
}}

Revision as of 14:13, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅπτω Medium diacritics: ἅπτω Low diacritics: άπτω Capitals: ΑΠΤΩ
Transliteration A: háptō Transliteration B: haptō Transliteration C: apto Beta Code: a(/ptw

English (LSJ)

fut. ἅψω: aor. ἧψα:—Pass., pf. ἧμμαι, Ion.

   A ἅμμαι Hdt.1.86: fut. ἅψομαι Od.9.379, ἁφθήσομαι (συν-) Gal.3.311:—Med., v.infr. (cf. ἑάφθη):—fasten or bind to, used by Hom., once in Act., ἅψας ἀμφοτέρωθεν . . ἔντερον οἰός (of a lyre-string) Od.21.408; once in Med., ἁψαμένη βρόχον . . ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου having fastened the noose to the beam (to hang herself), 11.278; so later ἅψεται ἀμφὶ βρόχον . . δείρᾳ E.Hipp.770; ἁψαμένη βρόχον αὐχένι A.R.1.1065:—Act., βρόχους ἅ. κρεμαστούς E.Or.1036; but βρόχῳ ἅ. δέρην Id.Hel.136, cf. AP7.493 (Antip. Thess.).    2 join, ἅ. χορόν A.Eu.307; πάλην τινὶ ἅ. fasten a contest in wrestling on one, engage with one, Id.Ch.868: —Pass., ἅπτεσθαι τὴν Μεγαρέων πόλιν καὶ Κορινθίων τοῖς τείχεσιν Arist.Pol.1280b14.    II more freq. in Med., ἅπτομαι, fut. ἅψομαι, aor. ἡψάμην E.Supp.317, with pf. Pass. ἧμμαι S.Tr.1010(lyr.), Pl. Phdr.260e:—fasten oneself to, grasp, c.gen., ἅψασθαι γούνων Il.1.512; χειρῶν 10.377; ἁψαμένη δὲ γενείου Ὀδυσσῆα προσέειπεν Od.19.473; ἅπτεσθαι νηῶν Il.2.152; βρώμης δ' οὐχ ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος; Od.10.379, cf. 4.60; ὡς δ' ὅτε τίς τε κύων συὸς . . ἅπτηται κατόπισθε . . ἰσχία τε γλουτούς τε Il.8.339; ἅπτεσθαι τοῦ ἐπεόντος ἐπὶ τῶν δενδρέων καρποῦ Hdt.2.32; τῶν τύμβων ἁπτόμενοι Id.4.172; ἅπτεσθαί τινος, Lat. manus inicere alicui, Id.3.137; οὔτ' ἔθιγεν οὔθ' ἥψαθ' ἡμῶν E.Ba.617; τῶν σφυγμῶν feel the pulse, Arr.Epict.3.22.73: metaph., take hold of, cleave to, Pl.Lg.967c.    b abs., τῶν μὲν γὰρ πάντων βέλε' ἅπτεται for the spears of all the Trojans reach their mark, Il.17.631; ἀμφοτέρων βέλε' ἥπτετο 8.67.    c ἅ. τῆς γῆς land, D.S.4.48.    III metaph., engage in, undertake, βουλευμάτων S.Ant.179; ἀγῶνος E. Supp.317; πολέμου prosecute it vigorously, Th.5.61; ἧπται τοῦ πράγματος D.21.155; ψυχὴ ἡμμένη φόνων Pl.Phd.108b, cf. E.IT381; τῶν μεγίστων ἀσεβημάτων Plb.7.13.6; so ἅ. τῆς μουσικῆς καὶ φιλοσοφίας Pl.R.411c; ἐπιτηδεύματος ib.497e; γεωμετρίας Id.Plt.266a; τῆς θαλάττης Plb.1.24.7; ἅπτεσθαι λόγου E.Andr.662, Pl.Euthd.283a (but ἅπτεσθαι τοῦ λόγου attack, impugn the argument of another, Id.Phd. 86d); τούτων ἥψατο touched on these points, handled them, Th.1.97; ἅ. τῆς ζητήσεως Arist.GC320b34; but also, touch on, treat superficially, Pl.Lg.694c, Arist.EE1227a1.    b abs., begin, set to work, ταῖς διανοίαις Ar.Ec.581.    2 fasten upon, attack, Pi.N.8.22, A.Ag. 1608, etc.; μόνον τῷ δακτύλῳ Ar.Lys.365; τῆς οὐραγίας Plb.2.34.12; esp. with words, Hdt.5.92.γ; of diseases, ἧπταί μου S.Tr.1010, cf. Gal.15.702; ἥψατο τῶν ἀνθρώπων Th.2.48; ὅσα ἅπτεται ἀνθρώπων all that feed on human flesh, ib.50.    b lay hands on, χρημάτων Pl.Lg. 913a; τῶν ἀλλοτρίων Id.R.360b, etc.    3 touch, affect, ἄλγος οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ A.Fr.255, cf. S.OC955; ἅπτει μου τοῖς λόγοις τῆς ψυχῆς Pl.Ion535a; τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός E.Rh.916; ὥς μου χρησμὸς ἅ. φρενῶν Ar.Eq.1237; make an impression upon, ἡμῶν OGI315.56 (Pessinus, ii B. C.).    4 grasp with the senses, perceive, S.OC1550, Pl.Phd.99e; apprehend, τῆς αἰτίας Arist.Resp.472a3.    5 have intercourse with a woman, Pl.Lg.84ca, Arist.Pol.1335b40, 1 Ep.Cor. 7.1; εὐνῆς E.Ph.946.    6 come up to, reach, overtake, X.HG5.4.43; attain, τῆς ἀληθείας Pl.Phd.65b; τοῦ τέλους Id.Smp.211b: in Pi., c. dat., ἀγλαΐαις P.10.28; στάλαισιν Ἡρακλείαις Id.I.4(3).12; but also c. gen., Ἡρακλέος σταλᾶν Id.O.3.44.    7 make use of, avail oneself of, τῆς τύχης E.IA56.    8 Geom., of bodies and surfaces, to be in contact, Arist.Ph.231a22, cf. Metaph.1002a34, al., S.E.M.3.35; of lines or curves, meet, Euc.3Def.2; touch, Id.4Def.5, Archim. Sph.Cyl.1.28; pass through a point, Euc.4Defs.2,6; of points, lie on a line or curve, ib.Defs.1,3; ἅπτεται τὸ σημεῖον θέσει δεδομένης εὐθείας the locus of the point is a given straight line, Id. ap. Papp.656.6,al.    B Act., kindle, set on fire (i.e. by contact of fire), Hdt.8.52, etc. (so in Med., Call.Dian.116); ἐρείκης θωμὸν ἅψαντες πυρί A.Ag.295: metaph., πυρσὸν ὕμνων Pi.I.4(3).43:—Pass., to be set on fire, ὁ μοχλὸς ἐλάϊνος ἐν πυρὶ μέλλεν ἅψεσθαι Od.9.379; ὡς ἅφθη τάχιστα τὸ λήιον . . ἅψατο νηοῦ as soon as the corn caught fire, it set fire to the temple, Hdt.1.19; πυρῆς ἤδη ἁμμένης ib.86; ἧπται πυρί E.Hel.107.    II ἅ. πῦρ kindle a fire, ib.503:—Pass., ἄνθρακες ἡμμένοι red-hot embers, Th.4.100; δᾷδ' ἐνεγκάτω τις ἡμμένην Ar.Nu.1490, cf. Pl.301.    III cook, Alex.124.1.

German (Pape)

[Seite 340] 1) heften, anknüpfen, Plat. Crat. 417 e τὸ ἅπτειν καὶ τὸ δεῖν ταὐτόν ἐστι; Hom. activ. Od. 21, 408 ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐυστρεφὲς ἔντερον οἰός; χορὸν ἅπτειν, den Reihen schlingen, vom Anfassen mit den Händen beim Tanz, Aesch. Eum. 297; πάλην τινί, einen Ringkampf mit Jem. anknüpfen, mit Einem anbinden, Ch. 855; βρόχους κρεμαστούς, die Schlinge anknüpfen, so daß sie herabhängt, Eur. Or. 1036; vgl. Hel. 135 βρόχῳ δέρην, wie Ant. Th. 84 (VII, 493). – Viel häufiger med., Od. 11, 278 ἁψαμένη βρόχον ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου; sich anheften, anknüpfen in verschiedenen Beziehungen, a) anfassen, berühren, γούνων Il. 1, 512; χειρῶν δ' ἁψάσθην, gewaltsam, 10. 377; γενείου, am Kinn fassen, Od. 19, 473; νηῶν ἠδ' ἑλκέμεν εἰς ἅλα, Hand an die Schiffe legen u. sie ins Meer ziehen, Il. 2, 152; κύων συὸς ἠὲ λέοντος ἅπτηται κατόπισθε, ποσὶν ταχέεσσι διώκων, ἰσχία τε γλουτούς τε Iliad. 8, 339; ohne cas., τῶν πάντων βέλε' ἅπτεται, ὅς τις ἀφείη Iliad. 17, 631; ἀμφοτέρων βέλε' ἥπτετο 8, 67; κύνει ἁπτόμενος ἣν πατρίδα Od. 4, 522; οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι ἁψάμενοι ἑκάτερθε 9, 386; γονάτων Pind. N. 8, 14; Eur. Hec. 241. – b) ergreifen, antasten, sich bemächtigen, χρημάτων, τῶν ἀλλοτρίων Plat. Legg. XI, 913 a Rep. II, 360 b; πόνοι ἅπτονται τοῦ σώματος, greifen den Körper an, Xen. Cyr. 1, 6, 25; θανόντων οὐδὲν ἄλγος, die Todten berührt, trifft kein Schmerz, Soph. O. C. 959; Eur. Alc. 940. – c) feindlich angreifen, Aesch. Ag. 1590; Xen. Hell. 5, 4, 43 Cyr. 5, 1, 14, im Ggstz von ἀπέρχεσθαι; – τῆς οὐραγίας Pol. 2, 34; von Krankheiten, z. B. der Pest, Thuc. 2, 48; ὀργὴ ἧπται τῆς πόλεως Pol. 31, 7; Hand anlegen, γονέων, an die Aeltern, Plat. Rep. V, 465 b; τοῦδ' ἀνδρός Soph. O. C. 826; Plat. Conv. 221 b; ἔπεσίν τινος, mit Worten angreifen, schelten; ohne ἔπεσιν Her. 5, 92, 3; τοῖς λόγοις τῆς ψυχῆς Plat. Ion. 535 a; φρενὸς ἅπτεσθαι, kränken, Eur. Rhes. 916; χρησμὸς ἅπτεται φρενῶν Ar. Equ. 1233. – d) Speise anrühren, βρώμης, ποτῆτος Od. 10, 379; σίτου 4, 60 (zugreifen); ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται Od. 19, 28; Thuc. 2, 50 ὅσα ὄρνεα καὶ τετράποδα ἀνθρώπων ἅπτεται; Sp. häufig οἴνου ἅπτεσθαι. – e) ein Werk angreifen, sich an etwas machen, ἔργου Xen. Hell. 1, 4, 5; πολέμου Thuc. 5, 61; πράγματος Dem. 18, 141; τῆς τῶν ἱματίων ἐργασίας Plat. Polit. 280 e; oft λόγων, Eur. Ion. 544; Plat. Rep. VII, 539 a; aber Polit. 275 e ist λόγου ἅπτεσθαι den Sinn verstehen; ἀντιλογίας V, 454 b; φιλοσοφίας Phaed. 64 a u. öfter; schlechte Thaten, Verbrechen, φόνου Eur. I. T. 381; φόνων, κλωπείας Plat. Phaed. 108 b Legg. VII, 823 e; ἀσεβημάτων Pol. 7, 13; ψευδέων Pind. P. 3, 29. – f) erreichen, ἀληθείας Plat. Phaed. 65 b u. öfter. – g) in Vrbdgn wie εὐνῆς Eur. Phoen. 953, γυναικῶν Plat. Rep. V, 701 b, ὥρας Legg. VIII, 837 b, vgl. 840 a, τῶν καλῶν Xen. Mem. 1, 3, 8 streift die Bdtg an genießen; vgl. Arist. H. A. 5, 14. – Selten ist die Vrbdg mit dem dat., bis zu etwas hinreichen, Pind. P. 10, 28; I. 3, 30 στάλαισιν ἅπτοντ' Ἡρακλείαις. – 2) anzünden, anstecken, ἐρείκης θωμὸν ἅψαντες πυρί Aesch. Ag. 286; πεύκας, φῶς Eur. Or. 1543 Rhes. 81; übertr., π υρσὸν ὕμνων Pind. I. 3, 61; λύχνον ἅπτειν Com. Häufiger im pass., ἡμμένος Ar. Plut. 301; ἁφθεὶς ὁ νηὸς κατεκαύθη Her. 1, 19; vgl. 1, 86; ἁφθέντα, ἡμμένον, Thuc. 4, 133; Eur. Cycl. 512; Theocr. 14. 23 u. Sp. – Hom. fut. med. in passiv. Bdtg, ὁ μοχλὸς ἐν πυρὶ μέλλεν ἅψεσθαι Od. 9, 379.

French (Bailly abrégé)

1impf. ἧπτον, f. ἅψω, ao. ἧψα, pf. inus.
Pass. ao. ἥφθην, ao.2 ἥφην, pf. ἧμμαι;
ajuster, attacher, nouer, acc. ; ἅ. χορόν ESCHL former, litt. nouer un chœur de danse ; ἅ. πάλην τινί ESCHL engager une lutte avec qqn ; abs. λύουσ’ εἴθ’ ἅπτουσα SOPH déliant ou attachant, càd quoi que je fasse sorte de proverbe;
Moy. ἅπτομαι (impf. ἡπτόμην, f. ἅψομαι, ao. ἡψάμην, pf. ἧμμαι);
I. attacher pour soi : βρόχον ἀπὸ μελάθρου OD un lacet au plafond (pour se pendre);
II. toucher, d’où
1 atteindre, gén. : ἀμφοτέρων βέλε’ ἥπτετο IL les traits les atteignirent tous deux ; fig. ἅ. τῆς ἀληθείας PLAT parvenir à la vérité ; p. ext. saisir par les sens ou par l’esprit, percevoir;
2 toucher pour prendre : ἅ. βρώμης, ποτῆτος OD prendre de la nourriture, de la boisson ; ὅσα ὄρνεα καὶ τετράποδα ἀνθρώπων ἅπτεται THC toutes les espèces d’oiseaux et de quadrupèdes qui se nourrissent de chair humaine ; particul. toucher en suppliant : ἅ. γούνων IL ou γονάτων EUR, χειρῶν IL, γενείου OD toucher les genoux, les mains, la barbe de qqn en suppliant;
3 porter la main sur, s’attaquer à, attaquer, gén. ; fig. πόνοι ἅπτονται τοῦ σώματος XÉN la fatigue envahit le corps ; attaquer en paroles, par des reproches ou des injures ; sans idée de violence ἅ. τῶν λόγων PLAT s’attaquer aux arguments d’autrui, les discuter;
4 fig. mettre la main à, se mettre à, s’adonner à, gén. ; en mauv. part φόνου EUR commettre un meurtre.
Étymologie: R. Ἁφ, toucher.
2impf. ἧπτον, f. ἅψω, ao. ἧψα, pf. inus.
Pass. ao. ἥφθην, pf. ἧμμαι;
allumer, acc. : ἄνθρακες ἡμμένοι THC charbons embrasés;
Moy. ἅπτομαι (inf. f. ἅψεσθαι) s’allumer.
Étymologie: R. Ἁφ, brûler.

English (Autenrieth)

aor. part. ἅψᾶς, mid. ipf. ἥπτετο, fut. ἅψεται, aor. ἥψατο (ἅψατο), inf. ἅψασθαι, part. ἁψάμενος, aor. pass. (according to some), ἑάφθη (q. v.): I. act., attach, fasten, Od. 21.408, of putting a string to a lyre.—II. mid., fasten for oneself, cling to, take hold of (τινός); ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου, in order to hang herself, Od. 11.278 ; ὡς δ' ο<<><>>τε τίς τε κυὼν συὸς ἀγρίου ἠὲ λέοντος | ἅψηται κατόπισθε, ‘fastens on’ to him from the rear, Il. 8.339 ; ἅψασθαι γούνων, κεφαλῆς, νηῶν, etc.; βρώμης δ' οὐχ ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος, ‘touch,’ Od. 10.379.