θρόνος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[arm]]-[[chair]], [[with]] [[high]] [[back]] and [[foot]]-[[stool]]; cushions were laid [[upon]] the [[seat]], and [[over]] [[both]] [[seat]] and [[back]] rugs were [[spread]]. (See [[cut]], [[under]] [[ἄμπυξ]]. Cf. [[also]] Nos. 105, 106, [[where]] [[two]] chairs, [[from]] Assyrian and Greek originals, are represented.)
|auten=[[arm]]-[[chair]], [[with]] [[high]] [[back]] and [[foot]]-[[stool]]; cushions were laid [[upon]] the [[seat]], and [[over]] [[both]] [[seat]] and [[back]] rugs were [[spread]]. (See [[cut]], [[under]] [[ἄμπυξ]]. Cf. [[also]] Nos. 105, 106, [[where]] [[two]] chairs, [[from]] Assyrian and Greek originals, are represented.)
}}
{{Slater
|sltr=[[θρόνος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[throne]] πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας [[θρόνον]] (O. 2.77) χρυσότοξον [[θέμεναι]] παρὰ [[Πύθιον]] Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. Χάριτες) (O. 14.11) “[[σκᾶπτον]] μόναρχον καὶ [[θρόνος]], ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας” (P. 4.152)
}}
}}

Revision as of 14:32, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρόνος Medium diacritics: θρόνος Low diacritics: θρόνος Capitals: ΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: thrónos Transliteration B: thronos Transliteration C: thronos Beta Code: qro/nos

English (LSJ)

ὁ,

   A seat, chair, Od.1.145, Ath.5.192e, PMasp.6 ii 63 (vi A.D.), etc.    2 throne, chair of state, θ. βασιλήϊος Hdt.1.14, cf. X. HG1.5.3, etc.; Ζηνὸς ἐπὶ θρόνον Theoc.7.93: metaph., Pl.R.553c: pl., ἐν θρόνοις ἥμενοι A.Ch.975; ἐκ τυραννίδος θρόνων τ' ἄϊστον ἐκβαλεῖν Id.Pr.910; Διὸς θρόνοι S.Ant.1041, cf. Ar.Av.1732; king's estate or dignity, σκῆπτρα καὶ θρόνους S.OC425, cf.448; [γῆς] κράτη τε καὶ θρόνους νέμω Id.OT237, cf. Ant.166, etc.; in the Prytaneum, τῷ [Ἀπόλλωνι] θ. ἐξελεῖν IG12.78.    3 oracular seat of Apollo, E.IT1254, 1282 (both lyr.); μαντικοὶ θ. A.Eu.616, etc.    4 chair of a teacher, Pl. Prt.315c, Philostr.VS2.2, Lib.Ep.819, AP9.174 (Pall.).    5 judge's bench, Plu.2.807b, Him.Ecl.10.9, 13.16.    6 Astrol.,= ὕψωμα, PMich. in Class.Phil.22.22(pl.).    b favourable combination of planetary positions, Ptol.Tetr.51.    II a kind of bread, Neanth.1 J.    III name of a lozenge, Paul.Aeg.3.42,7.12.

German (Pape)

[Seite 1220] ὁ (θρα, vgl. θρᾶνος, θρῆνυς), Sessel, nach Ath. V, 192 e ἐλευθέριος καθέδρα σὺν ὑποποδίῳ; bei Hom. ein Stuhl, an dem ein Schemel für die Füße, θρῆνυς, befestigt ist; nicht verschieden von κλισμός, vgl. Iliad. 24, 515 mit vs. 597; Odyss. 1, 145 ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, Homerische Parallelie, dasselbe zweimal gesagt mit verschiedenen Worten. – Der Sitz der Götter, παρὰ Διὸς θρόνοις Aesch. Eum. 220; Soph. Ant. 1028; bei Ἄρτεμιν, ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς θρόνον θάσσει, O. R. 161, kann auch der Tempel gedacht werden; Πλούτωνος Ar. Ran. 769; Ἀνάγκης Plat. Rep. X, 621 a, an Richterstuhl zu denken; Ἀπόλλωνος θρόνοι Pind. Ol. 14, 11. – Bei den Tragg. im plur. Herrschaft, wie wir "Thron" gebrauchen, ἐν θρόνοις ἧσθαι Aesch. Ch. 969, wie 565; ἐκ τυραννίδος θρόνων ἐκβαλεῖν Prom. 912; μονόσκηπτροι Suppl. 369; σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχειν, κραίνειν, Soph. O. C. 426. 449; θρόνων δεσπόζειν Tr. 362. – Auch μαντικοὶ θρόνοι, Aesch. Eum. 586, vom Orakel, wie ἀψευδὴς θρ. Eur. I. T. 1221. Vom Königsthrone, Xen. öfter im sing.; Sp. von der Rednerbühne u. Aehnlichem. – Uebertr., wie bei uns, θάρσος εὐπιθὲς ἵζει φρενὸς θρόνον Aesch. Ag. 956; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ Plat. Rep. VIII, 553 b. – Bei Ath. III, 111 d Name eines Brotes.

Greek (Liddell-Scott)

θρόνος: ὁ, (θράω), κάθισμα, ἕδρα, συχν. παρ’ Ὁμ. ὡς κάθισμα καὶ ἐπὶ θεῶν καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων· οἱ καθήμενοι ἐπ’ αὐτοῦ εἶχον καὶ ὑποπόδιον (θρῆνυν), πρβλ. Ἀθήν. 192Ε· συχνάκις ἐκοσμεῖτο διὰ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου χρύσεος, ἀργυρόηλος, ὡσαύτως ἥπλωνον ἐπ’ αὐτῶν τάπητας, χλαίνας, ῥήγεα, κώεα· πρβλ. ἵζω, κτλ. 3) βραδύτερον, θρόνος ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς σημασίᾳ, ἕδρα ἀξιώματος, ἀρχῆς, βασιλείας, θρ. βασιλήιος Ἡρόδ. 1. 14· καὶ μόνον, Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 3, κτλ.· Ζανὸς ἐπὶ θρόνον Θεόκρ. 7. 93· ἐν τῷ πληθ., θρόνοις ἦσθαι Αἰσχύλ. Χο. 975· ἐκ τυραννίδος θρόνων ἐκβαλεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 910· πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1041, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1732. - ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως τὸ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως, ἡ βασιλεία, ὃς νῦν σκῆπτρα καὶ θρόνοις ἔχει Σοφ. Ο. Κ. 425, 448· γῆς κράτη τε καὶ θρόνους νέμω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 237, πρβλ. Ἀντ. 166, κτλ. 3) τὸ μαντικὸν κάθισμα τοῦ Ἀπόλλονως ἢ τῆς Πυθίας, Εὐρ. Ι. Τ. 1251, 1282· μαντικοὶ θρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 616, κτλ. 4) ἡ ἕδρα διδασκάλου, Λατ. cathedra, Πλάτ. Πρωτ. 315C, Ἀνθ. Π. 9. 174, κτλ. 5) δικαστικὴ ἕδρα, Πλούτ. 2. 807Β. 6) ἕδρα ἐπισκ., Ἐκκλ. ΙΙ. εἶδος ἄρτου, Νεάνθ. παρ’ Ἀθην. 111D.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sorte de haut fauteuil;
2 trône pour les rois ou les dieux ; fonction ou dignité royale;
3 siège de la Pythie ou du dieu qui rend les oracles;
4 siège de juge.
Étymologie: R. Θρα, être assis ; cf. θρῆνυς, *θράω.

English (Autenrieth)

arm-chair, with high back and foot-stool; cushions were laid upon the seat, and over both seat and back rugs were spread. (See cut, under ἄμπυξ. Cf. also Nos. 105, 106, where two chairs, from Assyrian and Greek originals, are represented.)

English (Slater)

θρόνος
   1 throne πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (O. 2.77) χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. Χάριτες) (O. 14.11) “σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας” (P. 4.152)