ἀναγορεύω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(Bailly1_1) |
(big3_3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἀνηγόρευον, <i>ao.</i> ἀνηγόρευσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀναγορευθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνηγορεύθην, <i>pf.</i> ἀνηγόρευμαι;<br />faire connaître publiquement, proclamer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀγορεύω]]. | |btext=<i>impf.</i> ἀνηγόρευον, <i>ao.</i> ἀνηγόρευσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀναγορευθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνηγορεύθην, <i>pf.</i> ἀνηγόρευμαι;<br />faire connaître publiquement, proclamer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀγορεύω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[anunciar públicamente]], [[pregonar]] ὁ αὐτὸς κῆρυξ ἀναγορεύει τοὺς ἱερομνήμονας ... ἥκειν Aeschin.3.122, ἐν ἐκκλησίᾳ <i>CIG</i> 4028, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1629a.196 (IV a.C.), καθότι ἂν κριθεῖ <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.84.41 (V a.C.), ἀ. κήρυγμα dar un pregón</i> Plb.18.46.4, cf. 18.46.8, <i>A.Al</i>.9a.1.3<br /><b class="num">•</b>[[llamar a juicio]] <i>PHamb</i>.29.8 (I a.C.)<br /><b class="num">•</b>de un dios en un rito mágico πάντα ἀναγορεύεις pregonas todo</i>, <i>PMag</i>.7.242<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[divulgarse]] ὥστε τὴν φήμην ἐκ φωνῆς τυχόντων ἀναγορεύεσθαι πανταχῇ <i>PMasp</i>.97ue.D89.<br /><b class="num">2</b> c. sent. honorífico [[proclamar]] ἀναγορεῦσαι τε τὸν στέφανον Hp.<i>Ep</i>.25, καὶ ἀναγορεύειν τὸν κήρυκα ὧν [[ἕνεκα]] στεφανοῦται <i>IG</i> 12(7).22.35 (III a.C.), en v. pas. ὁ στέφανος ἀναγορευθεῖ <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.555.16 (IV a.C.), ὑπὸ τῶν φυλετῶν ἢ δημοτῶν ἀναγορεύεσθαι στεφανούμενον Aeschin.3.44, ὅπως ... ἀναγορεύωνται ... αὗται αἱ τιμαί <i>ZPE</i> 5.291.24<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. y predic. [[proclamar]], [[nombrar públicamente]] αὐτοκράτορα Γάλβαν ἀναγορεῦσαι Plu.<i>Galb</i>.2, cf. I.<i>BI</i> 4.601, Plu.2.58e, Hdn.4.4.8<br /><b class="num">•</b>esp. en v. pas. [[ser proclamado, nombrado]] ὕπατος δὲ πρῶτος ἀνθρώπων ἑπτάκις ἀνηγορευμένος Plu.<i>Mar</i>.45, βασιλεὺς ἀναγορευθείς Plu.2.176e, cf. 2.470c, <i>Cic</i>.9, Phleg.12.12, ἀναγορευθῶσιν ὅτι· ὁ δῆμος ... sean objeto de una proclamación: «El pueblo ...»</i>, <i>ZPE</i> 5.290.21<br /><b class="num">•</b>tb. [[ser proclamado, calificado de]] ὁ μέγας ἀνὴρ ... καὶ τέλειος οὗτος ἀναγορευέσθω Pl.<i>Lg</i>.730d, ὥστε μόνος φιλοπάτωρ ... ἀναγορευθῆναι X.<i>Cyn</i>.1.14, νικῶν ἀνηγορεύετο D.18.319<br /><b class="num">•</b>en v. act. [[llamar]] (Χριστός) ὃν «ἥλιον δικαιοσύνης» ἀναγορεύουσιν αἱ γραφαί Origenes <i>Cant</i>.2.p.126.31<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[dar el nombre de]] τῶν δήμων Arist.<i>Ath</i>.21.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
Aeschin.3.3: impf. ἀνηγόρευον ib.122: fut.
A -εύσω Plu.Galb.21: aor. -ηγόρευσα Docum. ap. D.18.54, IG7.4148, Plb.18.29.4:—Pass., aor. -ηγορεύθην X.Cyn.1.14, Plu.2.176e: pf. -ηγόρευμαι Id.Mar.45:— fut., aor., and pf. in classic authors are mostly supplied by ἀνερῶ, ἀνεῖπον, ἀνείρηκα, also aor. Pass. ἀνερρήθην Aeschin.3.45:—proclaim publicly, ib.122, etc.; ἀ. κήρυγμα make public proclamation, Plb. l. c.; ἀ. τινὰ αὐτοκράτορα Plu.Galb.2:—Pass., to be proclaimed, ἀναγορευέσθω νικηφόρος Pl.Lg.730d, cf. D.18.319, Aeschin.3.45: = Lat. renuntiari, ὕπατος ἀνηγορευμένος Plu.Mar.45, cf. 2.470d. 2 designate, ἀ. τινὰς τῶν δήμων call after their demes, Arist.Ath.21.4:—Pass., φιλοπάτωρ -ευθῆναι X. l. c.
German (Pape)
[Seite 184] öffentlich bekannt machen, ausrufen, νικηφόρον Plat. Legg. V, 730 d; κήρυγμα Pol. 18, 29; ernennen (zu einem Amt), δικτάτωρα D. Hal. 5, 72; vgl. noch Plut. Timol. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰγορεύω: καὶ παρατ. ἀνηγόρευον Αἰσχίν. 54. 10., 70. ἐν τέλ.: μέλλ. -εύσω Νόμ. παρὰ Δημ. 267, Πλούτ.: ἀόρ. -ηγόρευσα, Νόμ. παρὰ Δημ. 243. 15, Keil, Ἐπιγρ. IV, β. 33, Πολύβ.: - Παθ., ἀόρ. -ηγορεύθην Ξεν. Κυν. 1. 14. Πλούτ.: πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ.: - ὁ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνονται ἐκ τῶν τύπων ἀνερῶ, ἀνεῖπον (ἴδε ἐν λέξεσι)· πρβλ. ἀγορεύω, ἀνακηρύττω δημοσίᾳ, Αἰσχίν. 70. ἐν τέλ., κτλ.· ἀναγ. κήρυγμα, ἀπαγγέλλω δημοσίᾳ κήρυγμα (περὶ κήρυκος), Πολύβ. 18. 29, 4· ἀναγ. τινὰ αὐτοκράτορα Πλουτ. Γάλβ. 2: - Παθ., ἀνακηρύττομαι ἀναγορευέσθω νικηφόρος Πλάτ. Νόμ. 730D, πρβλ. Δημ. 331. 6. Αἰσχίν. 55. 15. 2) κατὰ παθ., ὡσαύτως, καλοῦμαι ὑπὸ πάντων, λαμβάνω τὸ ὄνομα, φιλοπάτωρ Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνηγόρευον, ao. ἀνηγόρευσα, pf. inus.
Pass. f. ἀναγορευθήσομαι, ao. ἀνηγορεύθην, pf. ἀνηγόρευμαι;
faire connaître publiquement, proclamer.
Étymologie: ἀνά, ἀγορεύω.
Spanish (DGE)
1 anunciar públicamente, pregonar ὁ αὐτὸς κῆρυξ ἀναγορεύει τοὺς ἱερομνήμονας ... ἥκειν Aeschin.3.122, ἐν ἐκκλησίᾳ CIG 4028, IG 22.1629a.196 (IV a.C.), καθότι ἂν κριθεῖ IG 12.84.41 (V a.C.), ἀ. κήρυγμα dar un pregón Plb.18.46.4, cf. 18.46.8, A.Al.9a.1.3
•llamar a juicio PHamb.29.8 (I a.C.)
•de un dios en un rito mágico πάντα ἀναγορεύεις pregonas todo, PMag.7.242
•en v. med. divulgarse ὥστε τὴν φήμην ἐκ φωνῆς τυχόντων ἀναγορεύεσθαι πανταχῇ PMasp.97ue.D89.
2 c. sent. honorífico proclamar ἀναγορεῦσαι τε τὸν στέφανον Hp.Ep.25, καὶ ἀναγορεύειν τὸν κήρυκα ὧν ἕνεκα στεφανοῦται IG 12(7).22.35 (III a.C.), en v. pas. ὁ στέφανος ἀναγορευθεῖ IG 22.555.16 (IV a.C.), ὑπὸ τῶν φυλετῶν ἢ δημοτῶν ἀναγορεύεσθαι στεφανούμενον Aeschin.3.44, ὅπως ... ἀναγορεύωνται ... αὗται αἱ τιμαί ZPE 5.291.24
•c. ac. de pers. y predic. proclamar, nombrar públicamente αὐτοκράτορα Γάλβαν ἀναγορεῦσαι Plu.Galb.2, cf. I.BI 4.601, Plu.2.58e, Hdn.4.4.8
•esp. en v. pas. ser proclamado, nombrado ὕπατος δὲ πρῶτος ἀνθρώπων ἑπτάκις ἀνηγορευμένος Plu.Mar.45, βασιλεὺς ἀναγορευθείς Plu.2.176e, cf. 2.470c, Cic.9, Phleg.12.12, ἀναγορευθῶσιν ὅτι· ὁ δῆμος ... sean objeto de una proclamación: «El pueblo ...», ZPE 5.290.21
•tb. ser proclamado, calificado de ὁ μέγας ἀνὴρ ... καὶ τέλειος οὗτος ἀναγορευέσθω Pl.Lg.730d, ὥστε μόνος φιλοπάτωρ ... ἀναγορευθῆναι X.Cyn.1.14, νικῶν ἀνηγορεύετο D.18.319
•en v. act. llamar (Χριστός) ὃν «ἥλιον δικαιοσύνης» ἀναγορεύουσιν αἱ γραφαί Origenes Cant.2.p.126.31
•c. gen. dar el nombre de τῶν δήμων Arist.Ath.21.4.