διαμπερής: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(Bailly1_2)
(big3_11)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>seul. neutre adv.</i> • [[διαμπερές]] <i>et subst</i>. τὸ [[Διαμπερές]];<br /><b>I.</b> <i>avec idée de lieu</i> :<br /><b>1</b> d’outre en outre, de part en part, à travers, gén. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> d’un bout à l’autre, sans interruption;<br /><b>II.</b> <i>avec idée de temps</i> du commencement à la fin, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> sans cesse, toujours;<br /><b>2</b> continuellement.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]], [[ἀμπείρω]] de [[ἀναπείρω]].
|btext=ής, ές :<br /><i>seul. neutre adv.</i> • [[διαμπερές]] <i>et subst</i>. τὸ [[Διαμπερές]];<br /><b>I.</b> <i>avec idée de lieu</i> :<br /><b>1</b> d’outre en outre, de part en part, à travers, gén. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> d’un bout à l’autre, sans interruption;<br /><b>II.</b> <i>avec idée de temps</i> du commencement à la fin, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> sans cesse, toujours;<br /><b>2</b> continuellement.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]], [[ἀμπείρω]] de [[ἀναπείρω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. [[διαμερές]] (por διαμμερ-) <i>CEG</i> 108.6 (Eretria V a.C.)<br /><b class="num">I</b> [[que atraviesa de parte a parte]], [[que traspasa]] ὀδύνη Hp.<i>Mul</i>.2.125, τὸ δὲ κρανίον ... ἔκτρησιν ἔχει διαμπερῆ Ruf.<i>Oss</i>.7, ἔχουσι δὲ κοιλότητας οὐ διαμπερεῖς Ruf.<i>Oss</i>.29<br /><b class="num">•</b>fig. δ. [[αἶσχος]] <i>AP</i> 9.397 (Pall.).<br /><b class="num">II</b> neutr. adv. <br /><b class="num">1</b> [[de parte a parte]], [[de una parte a otra]] βέβληαι κενεῶνα δ. estás herido en el costado de parte a parte</i>, <i>Il</i>.5.284, διὰ δ' ἀμπερὲς ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο <i>Il</i>.11.377, cf. 17.309, τέτρηνται ... ἔσχατα τέρθρα δ. Emp.B 100.4, cf. Pl.<i>Phd</i>.112e, τοξευθεὶς ... δ. τὴν κεφαλήν X.<i>An</i>.4.1.18, δ. ἐληλάσθαι llevar de parte a parte</i> Pl.<i>R</i>.616e, ἀντετόρησε δ. Opp.<i>H</i>.3.556, cf. X.<i>An</i>.7.8.14, A.R.2.599, Plu.<i>Phil</i>.6, Orph.<i>A</i>.1171, Q.S.1.617, ὀδύναι ἴσχουσι τὸ στῆθος καὶ τὸ μετάφρενον δ. Hp.<i>Morb</i>.2.62<br /><b class="num">•</b>como prep. de gen. [[a través de]] δ. ἀσπίδος αὐτῆς <i>Il</i>.12.429, στιχὸς [[εἶμι]] δ. <i>Il</i>.20.362, δ. στέρνων S.<i>Ph</i>.791, τάων ... δ. A.R.2.319, δ. ὁρμηθῆναι πετράων A.R.4.1253.<br /><b class="num">2</b> [[por todas partes]], [[de punta a cabo]], [[en su totalidad]] ἡ δ' ἕσπετο πᾶσα δ. y ésta (la muralla) cayó por todas partes</i>, <i>Il</i>.12.398, ὃν πέρι πέτρη ἡλίβατος τετύχηκε δ. [[ἀμφοτέρωθεν]] <i>Od</i>.10.88, cf. 14.11<br /><b class="num">•</b>[[enteramente]], [[totalmente]] εἴλυτο δ. ἐς πόδας ἄκρους <i>Il</i>.16.640, τάχα κέν σε ... [[ἔγχος]] ἐμὸν κατέπαυσε δ. <i>Il</i>.16.618, πάντεσσι δ. ὥς περ ὑπέστη ἐξετέλεσσ' Hes.<i>Th</i>.402, ἢν οὖν δ. ἴῃ (ὁ μηρός) así que si (el hueso del muslo) se sale enteramente</i> Hp.<i>Fract</i>.22.<br /><b class="num">3</b> c. idea de tiempo [[del principio al fin]], [[sin interrupción]], [[todo el tiempo]] τὸν περὶ πάντων Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι δ. <i>Il</i>.10.88, ὄνειδος ἔσσομαι ἤματα πάντα δ. <i>Il</i>.16.499, αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι δ. <i>Il</i>.15.70, ξεῖνοι δὲ δ. εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος nos gloriamos de vínculos de hospitalidad desde siempre por amistad de (nuestros) padres</i>, <i>Od</i>.15.196, cf. 4.209, 8.245, Sol.1.27, <i>CEG</i> l.c., θάλλουσιν δ' ἀγαθοῖσι δ. Hes.<i>Op</i>.236, καὶ ταῦτ' ἀλλάσσοντα δ. οὐδαμὰ λήγει Emp.B 17.6, cf. 26.11, ἔμπεδον ὥς ἀλέγυνε δ. A.R.4.1203, Καρείου ... μέδεσθε δ. Ἀπόλλωνος Orác. en <i>ZPE</i> 1.1967.184.16 (Hierápolis II d.C.), ἕστακεν [[ἄνδιχα]] πάντα δ. Gr.Naz.M.37.416A, cf. Orph.<i>A</i>.1360.<br /><b class="num">4</b> fig. [[directamente]] τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκεθ' ἅπερ τε [[βέλος]] esto ha llegado directo a mi oído como una flecha</i> A.<i>Ch</i>.380, διὰ δ' ἔσσυτο ... ἐκ θαλάμου θάλαμον δὲ δ. A.R.3.671.<br /><b class="num">III</b> adv. -έως<br /><b class="num">1</b> [[de parte a parte]] κεντέεσθαι ὑπὸ τῆς ὀδύνης δ., ὡς εἰ βελόνη τις κεντοίη Hp.<i>Int</i>.8<br /><b class="num">•</b>[[del todo]], [[enteramente]] μοι ταῦτα διαμπερέως ἀγόρευσον Hes.<i>Fr</i>.280.3, δ. ὅ τί κα λέγοι τὰ γράμμαθ', ἑρμήνευε Philyll.10, διείσομαι ἀνδράσιν ... πάντα δ. Nic.<i>Th</i>.495, cf. s. cont., Stesich.<i>Fr.Lille</i> 281, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[ininterrumpidamente]] δ. ... ἐς τέλος Theoc.25.120.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De δι(ά), -αν(ά) y πείρω, c. la misma combinación que en [[διάνδιχα]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμπερής Medium diacritics: διαμπερής Low diacritics: διαμπερής Capitals: ΔΙΑΜΠΕΡΗΣ
Transliteration A: diamperḗs Transliteration B: diamperēs Transliteration C: diamperis Beta Code: diamperh/s

English (LSJ)

ές,

   A piercing, ὀδύνη Hp.Mul. 2.125.

German (Pape)

[Seite 591] ές, durchdringend; ὀδύνη – ἐς τὴν κεφαλήν, Hippocr.; – sp. Med.

Greek (Liddell-Scott)

διαμπερής: -ές, διαπεραστικός, δριμύς, ὀδύνη Ἱππ. 645. 22. Πρβλ. τὸ προηγ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
seul. neutre adv. • διαμπερές et subst. τὸ Διαμπερές;
I. avec idée de lieu :
1 d’outre en outre, de part en part, à travers, gén. ou acc.;
2 d’un bout à l’autre, sans interruption;
II. avec idée de temps du commencement à la fin, càd :
1 sans cesse, toujours;
2 continuellement.
Étymologie: DELG διά, ἀμπείρω de ἀναπείρω.

Spanish (DGE)

-ές

• Grafía: graf. διαμερές (por διαμμερ-) CEG 108.6 (Eretria V a.C.)
I que atraviesa de parte a parte, que traspasa ὀδύνη Hp.Mul.2.125, τὸ δὲ κρανίον ... ἔκτρησιν ἔχει διαμπερῆ Ruf.Oss.7, ἔχουσι δὲ κοιλότητας οὐ διαμπερεῖς Ruf.Oss.29
fig. δ. αἶσχος AP 9.397 (Pall.).
II neutr. adv.
1 de parte a parte, de una parte a otra βέβληαι κενεῶνα δ. estás herido en el costado de parte a parte, Il.5.284, διὰ δ' ἀμπερὲς ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο Il.11.377, cf. 17.309, τέτρηνται ... ἔσχατα τέρθρα δ. Emp.B 100.4, cf. Pl.Phd.112e, τοξευθεὶς ... δ. τὴν κεφαλήν X.An.4.1.18, δ. ἐληλάσθαι llevar de parte a parte Pl.R.616e, ἀντετόρησε δ. Opp.H.3.556, cf. X.An.7.8.14, A.R.2.599, Plu.Phil.6, Orph.A.1171, Q.S.1.617, ὀδύναι ἴσχουσι τὸ στῆθος καὶ τὸ μετάφρενον δ. Hp.Morb.2.62
como prep. de gen. a través de δ. ἀσπίδος αὐτῆς Il.12.429, στιχὸς εἶμι δ. Il.20.362, δ. στέρνων S.Ph.791, τάων ... δ. A.R.2.319, δ. ὁρμηθῆναι πετράων A.R.4.1253.
2 por todas partes, de punta a cabo, en su totalidad ἡ δ' ἕσπετο πᾶσα δ. y ésta (la muralla) cayó por todas partes, Il.12.398, ὃν πέρι πέτρη ἡλίβατος τετύχηκε δ. ἀμφοτέρωθεν Od.10.88, cf. 14.11
enteramente, totalmente εἴλυτο δ. ἐς πόδας ἄκρους Il.16.640, τάχα κέν σε ... ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε δ. Il.16.618, πάντεσσι δ. ὥς περ ὑπέστη ἐξετέλεσσ' Hes.Th.402, ἢν οὖν δ. ἴῃ (ὁ μηρός) así que si (el hueso del muslo) se sale enteramente Hp.Fract.22.
3 c. idea de tiempo del principio al fin, sin interrupción, todo el tiempo τὸν περὶ πάντων Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι δ. Il.10.88, ὄνειδος ἔσσομαι ἤματα πάντα δ. Il.16.499, αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι δ. Il.15.70, ξεῖνοι δὲ δ. εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος nos gloriamos de vínculos de hospitalidad desde siempre por amistad de (nuestros) padres, Od.15.196, cf. 4.209, 8.245, Sol.1.27, CEG l.c., θάλλουσιν δ' ἀγαθοῖσι δ. Hes.Op.236, καὶ ταῦτ' ἀλλάσσοντα δ. οὐδαμὰ λήγει Emp.B 17.6, cf. 26.11, ἔμπεδον ὥς ἀλέγυνε δ. A.R.4.1203, Καρείου ... μέδεσθε δ. Ἀπόλλωνος Orác. en ZPE 1.1967.184.16 (Hierápolis II d.C.), ἕστακεν ἄνδιχα πάντα δ. Gr.Naz.M.37.416A, cf. Orph.A.1360.
4 fig. directamente τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκεθ' ἅπερ τε βέλος esto ha llegado directo a mi oído como una flecha A.Ch.380, διὰ δ' ἔσσυτο ... ἐκ θαλάμου θάλαμον δὲ δ. A.R.3.671.
III adv. -έως
1 de parte a parte κεντέεσθαι ὑπὸ τῆς ὀδύνης δ., ὡς εἰ βελόνη τις κεντοίη Hp.Int.8
del todo, enteramente μοι ταῦτα διαμπερέως ἀγόρευσον Hes.Fr.280.3, δ. ὅ τί κα λέγοι τὰ γράμμαθ', ἑρμήνευε Philyll.10, διείσομαι ἀνδράσιν ... πάντα δ. Nic.Th.495, cf. s. cont., Stesich.Fr.Lille 281, Hsch.
2 ininterrumpidamente δ. ... ἐς τέλος Theoc.25.120.

• Etimología: De δι(ά), -αν(ά) y πείρω, c. la misma combinación que en διάνδιχα.