κασσίτερος: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(Autenrieth) |
(eksahir) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[tin]]; used to [[ornament]] weapons and chariots. | |auten=[[tin]]; used to [[ornament]] weapons and chariots. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[estaño]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 22 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], Att. καττ-, ὁ,
A tin (never in Od.), Il.11.25, 23.503, SIG247i 3 (Delph., iv B.C.), etc.; ἐτήκετο κασσίτερος ὣς τέχνῃ ὕπ' αἰζηῶν Hes.Th.862, cf. Il.18.474; Χεῦμα κασσιτέροιο a plating of tin, 23.561; κ. πάνεφθος Hes.Sc.208; κνημῖδας ἑανοῦ κ. Il.18.613; δύο καττιτέρω two plates of tin, IG22.204.23, cf. Hdt.3.115. (Elamite word, cf. Bab. kassi-tira: hence Skt. kastīram.)
German (Pape)
[Seite 1333] ὁ, att. καττίτερος (kastîra im Sanscr. Blei), Zinn; bei Hom. zu Verzierungen an Panzern u. Schilden gebraucht, Il. 11, 25. 34. 18, 565. 574, nach χαλκός neben Gold u. Silber genannt; 20, 271 besteht ein Schild aus fünf Lagen über einander, zweien von Kupfer, zweien von Zinn u. einer von Gold, die der Schmied mit dem Hammer getrieben hat (ἤλασε); auch an Wagen, 23, 503; χεῦμα φαεινοῦ κασσιτέροιο ibd. 561, ein Zinnguß, Verzinnung; ἑανὸς κ. s. unter ἑανός; πάνεφθος Hes. Sc. 208; ἐτήκετο κασσίτερος ὥς Th. 862; Her. 3, 115 u. Folgde. Weil bei Hom. bes. Beinschienen daraus erwähnt werden, hat man, da Zinn zu weich zu sein scheint, unter κασσίτερος Werkblei verstehen wollen; es waren aber wohl überzinnie Kupferplatten, vgl. Arist. poet. 17. In der Odyssee kommt das Wort nicht vor.
Greek (Liddell-Scott)
κασσίτερος: ῐ, Ἀττ. καττ-, ὁ, «καλάϊ», συχν. ἐν Ἰλ. (ἂν καὶ οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), τὸ πλεῖστον ὡς κόσμημα ὁπλισμοῦ, Ἰλ. Λ. 25, 34., Σ. 565, 574· ἢ ἁρμάτων, Ψ. 503. Συνήθως ἐτήκετο, Ἰλ. Σ. 474, Ἡσ. Θ. 862· καὶ ἐχύνετο ἐπὶ τοῦ σκληροτέρου χαλκοῦ, ὅθεν χεῦμα κασσιτέροιο, περίχυμα κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· κ. πάνεφθος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208· ἀλλὰ κατειργάζοντο αὐτὸν καὶ διὰ τῆς σφύρας ὡς ἐν Ἰλ. Υ. 271, ἔνθα ἔχομεν ἀσπίδα μὲ πέντε ἐλάσματα (πτύχας), πάντα δὲ ἐσφυρηλατήθησαν, καὶ τὰ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν ἐκ κασσιτέρου: - πέντε πτύχας ἤλασε κυλλοποδίων (δηλ. ὁ Ἥφαιστος), τὰς δύο χαλκείας, δύο δ’ ἔνδοθι κασσιτέροιο, τὴν δὲ μίαν χρυσέην· αἱ κνημίδες ἦσαν ἐκ κασσιτέρου, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο Ἰλ. Φ. 592· κνημῖδας ἐανοῦ κασ. (ἔνθα τὸ ἐπίθετον παρέχει τὸν λόγον τῆς χρήσεως τοῦ μετάλλου τούτου, διότι τὸ ἐανὸς ἐνταῦθα καθ’ Ἡσύχ. σημαίνει: ἐνδιάχυτος), Σ. 613. (Τὸ Σανσκρ. ὄνομα εἶναι kastîra, ὅπερ λέγεται ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ kâsh (λάμπω), εὑρίσκεται δὲ κασσίτερος ἐν ταῖς παρὰ τὴν Ἰνδικὴν νήσοις. Ἐντεῦθεν εἰκάζεται ὅτι οἱ Φοίνικες κατὰ πρῶτον ἔλαβον τὸ ὄνομα μετὰ τοῦ μετάλλου ἐκ τῆς Ἀνατολῆς καὶ μετήνεγκαν αὐτὸ εἰς τὴν ἐπαρχίαν Cornawll τῆς Ἀγγλίας καὶ τὰς νῦν καλουμένας Seilly Isles, αἵτινες ὠνομάσθησαν Κασσιτερίδες, ὅπερ ἐγίνωσκεν ὁ Ἡρόδ. (3. 115) ὡς ὄνομα τοῦ τόπου ὅθεν ἐξήγετο τὸ μέταλλον, ἂν καὶ ἠγνόει τὸ μέρος ἔνθα αὗται αἱ νῆσοι ἔκειντο (ὑπάρχει ὁδός τις καλουμένη Cassiter Street ἐν Bodmin)· ἴδε Lassen ἐν Ritter’ s Erdkunde 5. 439· Τὸ Ἀραβικὸν ὄνομα εἶναι kasdîr, πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
étain, primit. mélange d’argent et de plomb, dont on faisait des cuirasses et des boucliers.
Étymologie: DELG très obscur, pê emprunt aux Élamites, car la composition kassi-teros semble désigner ce métal comme « provenant du pays des Cassites » ; cf. arabe qazdir « étain ».
English (Autenrieth)
tin; used to ornament weapons and chariots.