ζήτημα: Difference between revisions
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(Bailly1_2) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> recherche;<br /><b>2</b> objet de recherche.<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> recherche;<br /><b>2</b> objet de recherche.<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[ζητέω]]; a [[search]] ([[properly]] concretely), i.e. (in words) a [[debate]]: [[question]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:47, 25 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is sought, Hp.VM3; οὐ ῥάδιον ζ. a thing not easy to find, of Pentheus' mutilated limbs, E.Ba.1139; δυσνοούμενον ζ., of God, Secund.Sent.3. II inquiry, question, S.OT278, Act.Ap.15.2,al.; esp. of a philosophic nature, τὸ περὶ νόμους ζ. Pl.Lg.631a; τὰ περὶ φύσεως ζ. ib.891c; ποιητικῶν ζ. λύσεις Metrod.Herc.831.13; also τοῦτ' . . οὗ τυγχάνει ζ. Pl.Cra.421a; ἐκεῖνό γ' ἦν τὸ ζ. πρῶτον, πότερον . . Id.Sph.221c; search, σῶμα μυρίοις ζητήμασιν εὑρών E.Ba.1218; μητρός after her, Id.Ion1352. 2 official or judicial inquiry, POxy.97.14 (ii A.D.). III in pl., claims, PRyl.117.14 (iii A.D.); subjects of dispute, SIG785.8 (i A.D.), Act.Ap.25.19.
German (Pape)
[Seite 1139] τό, das Suchen, die Untersuchung; μητρός Eur. Ion 1352; περὶ νόμων, περὶ φύσεως, Plat. Legg. I, 630 c X, 891 c; Gegenstand der Untersuchung, Soph. O. R. 278.
Greek (Liddell-Scott)
ζήτημα: τό, τὸ ζητούμενον, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· οὐ ῥᾴδιον ζ., πρᾶγμα δυσεύρετον, ἐπὶ τῶν ἠκρωτηριασμένων μελῶν τοῦ Πενθέως, Εὐρ. Βάκχ. 1139. ΙΙ. ἔρευνα, Σοφ. Ο. Τ. 278, ἰδίως φιλοσοφικῆς φύσεως, τὸ περὶ νόμους ζ. Πλάτ. Νόμ. 630Ε· τὰ περὶ φύσεως ζ. αὐτόθι 891C· ὡσαύτως, τοῦτ’ οὗ τυγχάνει ζ. ὁ αὐτ. Κρατ. 421Α· ἐκεῖνό γ’ ἦν τὸ ζ. πρῶτον, πότερον… ὁ αὐτ. Σοφ. 221C· ἀναζήτησις, ἔρευνα, μυρίοις ζητήμασιν εὑρὼν Εὐρ. Βάκχ. 1218· μητρός, περὶ τῆς μητρός, ὁ αὐτ. Ἴωνι 1352.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 recherche;
2 objet de recherche.
Étymologie: ζητέω.
English (Strong)
from ζητέω; a search (properly concretely), i.e. (in words) a debate: question.