σάκκος: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>att.</i> [[σάκος]];<br />étoffe grossière de poil de chèvre, <i>d’où</i><br /><b>1</b> manteau grossier;<br /><b>2</b> sac, bourse.<br />'''Étymologie:''' [[σάττω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>att.</i> [[σάκος]];<br />étoffe grossière de poil de chèvre, <i>d’où</i><br /><b>1</b> manteau grossier;<br /><b>2</b> sac, bourse.<br />'''Étymologie:''' [[σάττω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=of [[Hebrew]] [[origin]] (שָׂק); "[[sack]]"-[[cloth]], i.e. mohair (the [[material]] or garments made of it, [[worn]] as a [[sign]] of [[grief]]): sackcloth. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 25 August 2017
English (LSJ)
or σάκος, ὁ, v. sub fin.:—
A coarse cloth of hair, esp. of goats' hair, σάκκος τρίχινος Apoc.6.12, cf. LXX Is.50.3, Si.25.17. II anything made of this cloth: 1 sack, bag, Hdt.9.80, Ar.Ach.745, Lys.1209, Gal.2.559,8.672:—as a measure, Ostr.1096, al. 2 sieve, strainer, esp. for wine, Hippon.57, Poll.6.19; σ. τρίχινοι PHamb.10.39 (ii A.D.). 3 coarse garment, sackcloth, worn as mourning by the Jews, LXX Ge.37.34, Ev.Luc.10.13, J.BJ2.12.5, cf. Plu.2.239c. III coarse beard, like rough hair-cloth, σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ar.Ec.502; cf. σακεσφόρος 11.—The form σάκος is said to be Att., Ael.Dion.Fr.296, Phryn.229, Moer. p.354 P., Thom.Mag. p.344 R., etc.; while σάκκος is called Dor. by Phryn. l.c., Hellenic by Moer. and Thom.Mag. ll.cc., Comic by Poll.7.191. In Ar.Ach. 822, Ec.502, σάκος is required by the metre, as is σάκκος in Ach. 745 (Megarian), and in Hippon. l.c.; codd. of Hdt. give σάκκος. Inscrr. have σάκος IG22.1672.73,74, 108 and σάκκος ib.198: Papyri have σάκος PCair.Zen.753.27 (iii B.C.), UPZ84.52 (ii B.C.), but oftener σάκκος PSI4.427.1,14 (iii B.C.), PTeb.116.3 (ii B.C.), etc. (Prob. the word, like the thing, was borrowed from Phoenicia, cf. Hebr. saq.)
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, nach Thom. Mag. p. 789 u. a. Gramm. mit doppeltem κ dor., wie der Megareer Ar. Ach. 710 σάκκος sagt, attisch σάκος, wie ib. 787 Lys. 1211 steht; vgl. Lob. Phryn. 257 u. Mein. Men. p. 44. 563; doch findet sich der Unterschied nicht bestätigt, vgl. Krüger zu Xen. An. 4, 5, 36; ein aus Haaren, bes. Ziegenhaaren gemachtes grobes, dickes Zeug, und alles daraus Verfertigte, Sack, Kleid, Ar. a. a. O., Plut.; auch ein Durchschlag od. Seihtuch, bes. um trüben Wein abzuklären, Poll. 10, 75. – Bei Ar. Eccl. 502 heißt komisch so auch ein langer Bart.
Greek (Liddell-Scott)
σάκκος: ἢ σάκος, ὁ, ἴδε ἐν τέλ.· πρόστυχον ὕφασμα ἐκ τριχῶν μάλιστα δὲ ἐξ αἰγείων τριχῶν, Λατ. cilicium, σάκκος τρίχινος Ἀποκάλ. ς΄, 12, πρβλ. Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ν΄, 3, Σειρὰχ ΚΕ΄, 17). ΙΙ. τὸ ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον: 1) σάκκος, σακκίον, σάκκους τε ἐπ’ ἁμαξέων εὕρισκον Ἡροδ. 9. 80, Ἀριστοφ. Ἀχ. 745, Λυσ. 1211. 2) κόσκινον λεπτόν, «σῆττα», ἢ ἠθμός, στραγγιστήριον, μάλιστα τοῦ οἴνου, Ἱππῶναξ 48 (ἴδε Welcker, 42), Πολυδ. Ϛ΄, 19. 3) ἔνδυμα τραχύ, ὅπερ ἐνεδύοντο οἱ Ἰουδαῖοι πενθοῦντες, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΖ΄, 34), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 13, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 12, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 329C· ἀκολούθως λέγεται ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, Ἐκκλ.· - ἀλλὰ παρὰ Βυζαντίνοις, ἐπενδύτης στενῶς ἐφαρμοζόμενος εἰς τὸ σῶμα, ὃν ἔφερον οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ πατριάρχαι. ΙΙΙ. τραχεῖα γενειὰς ὁμοία πρὸς ὕφασμα τρίχινον, σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 502· πρβλ. σακεσφόρος ΙΙ. - Λέγεται ὅτι ὁ τύπος σάκος εἶναι Ἀττικός, Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 940. 17, Φρύνιχ. 257, Θωμ. Μάγιστρ. 789, κλπ.· τὸν δὲ τύπον σάκκος καλεῖ Δωρικὸν ὁ Φρύνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑλληνικὸν ὁ Μοῖρις καὶ Θωμᾶς Μάγιστρ., κωμικὸν δὲ ὁ Πολυδ. Ζ΄, 191. Ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 822, Ἐκκλ. 502, σάκος ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον, ὡς ἀπαιτεῖ σάκκος ἐν Ἀχ. 745, καὶ παρ’ Ἱππών. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. ἔχουσι σάκκος. (Ἴσως ἡ λέξις, ὡς τὸ πρᾶγμα, παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἐβραϊκὸν saq).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
att. σάκος;
étoffe grossière de poil de chèvre, d’où
1 manteau grossier;
2 sac, bourse.
Étymologie: σάττω.
English (Strong)
of Hebrew origin (שָׂק); "sack"-cloth, i.e. mohair (the material or garments made of it, worn as a sign of grief): sackcloth.