στάμνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
(Bailly1_4)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cruche de terre pour le vin.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />cruche de terre pour le vin.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from the [[base]] of [[ἵστημι]] (as [[stationary]]); a [[jar]] or [[earthen]] [[tank]]: [[pot]].
}}
}}

Revision as of 17:51, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάμνος Medium diacritics: στάμνος Low diacritics: στάμνος Capitals: ΣΤΑΜΝΟΣ
Transliteration A: stámnos Transliteration B: stamnos Transliteration C: stamnos Beta Code: sta/mnos

English (LSJ)

ὁ, also ἡ Hermipp.82.7, Eratosth. ap. Ath.11.499e, Ep.Hebr.9.4:—

   A earthen jar or bottle for racking off wine (cf. κατασταμνίζω), Ar.Pl. 545, Fr.531, Hermipp. l.c., D.35.32: generally, jar, Hp.Epid.7.89; σ. μέλιτος LXX 3 Ki.12.24h; σ. χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα Ep.Hebr. l.c.; used to keep money in, IG11(2).287 A 76 (Delos, iii B.C.), PTeb. 46.35 (ii B.C.); as a ballot-box, Jahresh.23 Beibl.75 (Pygela, iv/iii B.C.); as a measure, τοῦ ἐλαίου SIG900.27 (Panamara, iv A.D.): ἀμφορέα· τὸν δίωτον στάμνον, Ἀττικῶς, στάμνον, Ἑλληνικῶς, Moer. p.44 P.

German (Pape)

[Seite 929] ὁ, ein irdenes Gefäß, cin Krug zum Wein; Ar. Plut. 545; στάμνους ὀγδοήκοντα οἴνου, Dem. 35, 32; auch tem., Hermipp. bei Ath. I, 29 f; vgl. S. Emp. adv. gramm. 148. 187.

Greek (Liddell-Scott)

στάμνος: ὁ, ὡσαύτως ἡ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 490Ε· (√ΣΤΑ, ἵστημι). - πήλινον ἀγγεῖον, εἰς ὃ συνήγετο ὁ οἶνος μεταγγιζόμενος πρὸς καθαρισμόν, Ἀριστοφ. Πλ. 545, Λυσ. 196, Ἀποσπ. 448, Ἕρμιππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 933. 25, κτλ.· ἡ πρᾶξις ἐλέγετο κατασταμνίζειν· - καθόλου, «στάμνα», «λαγῆνα», Ἱππ. 1234Β. Ἡ λέξις εἶναι ἧττον Ἀττικὴ τοῦ ὀνόματος ἀμφορεύς. Μοῖρ. 44· φαίνεται δὲ ὅτι ἧτο ὄνομα γένους καὶ ἀμφορεὺς ὄνομα εἰδικώτερον ἀνῆκον εἰς τοὺς στάμνους τοὺς ἔχοντας λαβάς, Letronne Vases grecques σ. 12. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὑδρία. κάλπη. κάλαθος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cruche de terre pour le vin.
Étymologie: cf. ἵστημι.

English (Strong)

from the base of ἵστημι (as stationary); a jar or earthen tank: pot.