βασανίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(ab2)
(strοng)
Line 27: Line 27:
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=[[βασανίζω]] (< [[βάσανος]]), [in LXX: I Ki 5:3, Si 4:17, and freq. in Wi, II, IV Mac;] <br /><b class="num">1.</b>[[prop]]., to [[rub]] on the touchstone, [[put]] to the [[test]]. <br /><b class="num">2.</b>>to [[examine]] by [[torture]], [[hence]], [[generally]], to [[torture]], [[torment]], [[distress]]: Mt 8:6, 29 14:24, Mk 5:7 6:48, Lk 8:28, II Pe 2:8, Re 9:5 11:10 12:2 14:10 20:10. †
|astxt=[[βασανίζω]] (< [[βάσανος]]), [in LXX: I Ki 5:3, Si 4:17, and freq. in Wi, II, IV Mac;] <br /><b class="num">1.</b>[[prop]]., to [[rub]] on the touchstone, [[put]] to the [[test]]. <br /><b class="num">2.</b>>to [[examine]] by [[torture]], [[hence]], [[generally]], to [[torture]], [[torment]], [[distress]]: Mt 8:6, 29 14:24, Mk 5:7 6:48, Lk 8:28, II Pe 2:8, Re 9:5 11:10 12:2 14:10 20:10. †
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[βάσανος]]; to [[torture]]: [[pain]], [[toil]], [[torment]], [[toss]], [[vex]].
}}
}}

Revision as of 17:51, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσᾰνίζω Medium diacritics: βασανίζω Low diacritics: βασανίζω Capitals: ΒΑΣΑΝΙΖΩ
Transliteration A: basanízō Transliteration B: basanizō Transliteration C: vasanizo Beta Code: basani/zw

English (LSJ)

Att. fut.

   A -ῐῶ Ar.Ra. 802, 1121, Ec.748: aor. ἐβασάνισα, subj. βασανίσω v.l. in Id.Ra.618 cod. R:—Pass., aor. ἐβασανίσθην: pf. βεβασάνισμαι:—rub upon the touch-stone (βάσανος), χρυσόν Pl.Grg.486d: hence, put to the test, prove, Arist.GA747a3 (Pass.), etc.; investigate scientifically, Hp.Aër.3; of the instances used in inductive inference, ἀπὸ τῶν πανταχόθεν βεβασανισμένων [μεταβαίνομεν] Phld.Sign.29.    II of persons, examine closely, cross-question, Hdt.1.116, 2.151, Ar.Ach.110, Ra.802, etc.; βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην having his love of justice put to the test, Pl.R.361c, cf. 413e, Smp.184a; ὑπὸ δακρύων βασανίζεσθαι, i.e. to be convicted of being painted by tears (washing off the cosmetic), X.Oec.10.8.    2 question by applying torture, torture, rack (v. βάσανοςIII), Ar.Ra.616,618; [δούλους] πάντας παραδίδωμι βασανίσαι Antipho 2.4.8, cf. 5.36:—Pass., to be put to the torture, Th.7.86, Lys.4.14, Arist.Rh.Al.1443b31; αἰωνίοις ἀμοιβαῖς βασανισθησόμενοι πρὸς τῶν θεῶν Phld.D.1.19; to be tortured by disease (censured by Luc.Sol.6), Ev.Matt.8.6; ὑπὸ τῶν κυμάτων ib.14.24; of animals, Philostr.VA 1.38: metaph. of the earth, ib.6.10.    3 metaph. of style, strain, Longin.10.6; βεβασανισμένος forced, unnatural, D.H.Th.55.

German (Pape)

[Seite 436] eigtl. am Probierstein reiben u. die Aechtheit erproben, χρυσόν Plat. Gorg. 486 d; ἐν πυρὶ χρυσόν Rep. III, 413 e; gew. verhören, ausforschen, Her. 2, 151. 7, 146, öfter bei Plat. τινά u. τι; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 16; bes. mit Anwendung der Folter die Wahrheit erforschen, foltern, vgl. Ar. Ran. 615 ff.; B. A. 226; oft bei den Rednern, z. B. Antipho 1, 8. 11 Lys. 4, 14 ff.; Thuc. 8, 92 u. Folgde. Bei Sp. auch allgemeiner, martern, z. B. ὑπὸ κυμάτων N. T.; ὑπὸ νόσου, was Thom. Mag. tadelt. Absol. von Krankheiten. – Auch vom Styl, bes. βεβασανισμένον, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 41.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσᾰνίζω: μέλλ.. Ἀττ. -ῐῶ, Ἀριστοφ. Βατρ. 802,1121, Ἐκκλ. 748· ἀόρ. ἐβασάνισα,ὑποτακτ. βασανίσω Βατρ. 618(Ραβ. Χφ.). - Παθ., ἀόρ. ἐβασανίσθην · πρκμ. βεβασάνισμαι. Τρίβω ἐπὶ τῆς δοκιμαστικῆς λίθου (βάσανος) , βασ. χρυσὸν Πλάτ. Γοργ. 486D· ἐντεῦθεν ἐπὶ πραγμάτων, ὑποβάλλω εἰς ἐξέτασιν , δοκιμάζω, ἐξελέγχω, ὁ αὐτ. Πολ. 413, Συμπ. 184Α,κτλ.· ἐπιστημονικῶς ἐρευνῶ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281. ΙΙ.ἐπὶ προσώπων, ἐξετάζω μετ' ἀκριβείας, κάμνω ἐρωτήσεις ἐπανειλημμένας καὶ διαφόρους, Ἡρόδ. 1.116., 2.151, Ἀριστοφ. Ἀχ. 110,Βάτρ.802,κτλ. · βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην, οὗ ἡ πρὸς δικαιοσύνην ἀγάπη ἐδοκιμάσθη, Πλάτ. Πολ.361C· ὑπὸ δακρύων βασανίζεσθαι, δηλ. ἀποδεικνύομαι ὅτι εἶμαι ἐψιμυθιωμένος(ὑπὸ τῶν δακρύων τῶν ἐκπλυνόντων τὸ ψιμύθιον), Ξεν. Οἰκ.10,8. 2) ἐξετάζω ἐφαρμόζων τὸ βασανιστήριον (ἴδε βάσανος ΙΙΙ) , Ἀριστοφ. Βατρ. 616,618·[δούλους] πάντας δίδωσι βασανίσαι Ἀντιφ.120.8. - Παθ., ὑποβάλλομαι εἰς βάσανον ὅπως εἴπω τὴν ἀλήθειαν, Θουκ. 7.86.,8.92, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 37.27· βασανίζομαι ὑπ' ἀσθενείας , ταλαιπωροῦμαι ,Εὐαγγ. κ. Ματθ. η', 6· ὑπὸ τῶν κυμάτων αὐτόθι ιδ', 24. 3) μεταφ.ἐπὶ ὕφους, βεβασανισμένος,η,ον, βεβιασμένος, παρὰ φύσιν, Διον.Ἁλ. περὶ Θουκ. Ἱστ. 55.

French (Bailly abrégé)

f. βασανιῶ, ao. ἐβασάνισα;
Pass. ao. ἐβασανίσθην, pf. βεβασάνισμαι;
I. essayer avec la pierre de touche ; éprouver;
II. fig. 1 en parl. de pers. mettre à l’épreuve;
2 mettre à la question, torturer.
Étymologie: βάσανος.

English (Slater)

βᾰςᾰνίζω
   1 test with a touchstone βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος[ (Pae. 14.37)

Spanish (DGE)

(βᾰσᾰνίζω) I c. compl. gener. de cosa
1 probar la veracidad de algo, del oro y metales (λίθος) ᾗ βασανίζουσιν τὸν χρυσόν Pl.Grg.486d, χρυσίον ἐν τῷ πυρὶ βασανίζομεν Isoc.1.25, cf. Thphr.Lap.4, 45, Poll.7.97, 102, en v. pas. βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος Pi.Fr.52o.37.
2 fig. c. compl. de pers. poner a prueba βασανίζειν (νέους) πολὺ μᾶλλον ἢ χρυσὸν ἐν πυρί Pl.R.413e, en v. pas. βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην Pl.R.361c
desvelar, poner al descubierto χρόνος ... δοκεῖ τὰ πολλὰ καλῶς βασανίζειν Pl.Smp.184a, en v. pas. (ἄνθρωποι) ὑπὸ δακρύων βασανίζονταί X.Oec.10.8
de palabras, datos, etc. someter a prueba, verificar ἕκαστα τῶν προειρημένων σκοπεῖν καὶ βασανίζειν Hp.Aër.3, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα Pl.Euthd.307b, τὴν ... οἰκονομίαν τῶν γεγονότων Plb.1.4.3, τὴν ἐπίσκεψιν Hld.4.7.4, τὰ λελεγμένα Longus 4.20.2, en v. pas. βασανίζεται ... τό γε (σπέρμα) ἀνδρῶν, εἰ ἄγονον, ἐν τῷ ὕδατι Arist.GA 747a3, οἶνος ... ἐφέτειος ἡδὺς βεβασανισμένος IG 12.Suppl.644.21 (Calcis III/II a.C.), de los hechos probados en una inferencia inductiva ἐπὶ τἀφανῆ μεταβαίνο[μεν] ... ἀπὸ τῶν πανταχόθεν βεβασανισμένων Phld.Sign.29.2, cf. Gal.17(2).62.
II c. compl. gener. de pers.
1 como procedimiento judic. someter a la prueba del tormento, interrogar con tortura para arrancar una confesión, gener. a esclavos, op. μαρτυρέω: πάντας (δούλους) παραδίδωμι βασανίσαι Antipho 2.4.8, cf. Ar.Ach.110, Ra.616, Is.8.12, D.29.11, en v. pas. οἱ μάρτυρες <ἢ> οἱ βασανισθέντες Anaximen.Rh.1443b32, ὡς ἐν τῷ Ἀρε[ίῳ] π[άγῳ] ... β[ασανι] σθησόμενοι Phld.D.1.19.18, cf. Isoc.17.13, Lys.4.14, fig. de Eros βασανίζει τὸν δικαστήν Ach.Tat.1.11.3
en cont. no judic., de prisioneros, servidores, etc. ἵνα τὸν βουκόλον μοῦνον λαβὼν βασανίσῃ Hdt.1.116, ἐδίδου βασανίζειν αὑτόν, εἰ ψεύδεται Longus 4.20.2, Ἀναξίλαν ... ἐβασάνιζεν ὡς κατάσκοπον Plu.2.848a, cf. I.AI 2.105, en v. pas. (οἱ κατάσκοποι) βασανισθέντες ὑπὸ τῶν στρατηγῶν Hdt.7.146, ἀνακληθέντες καὶ βασανισθέντες ... ἐφάνημεν [κ] αθαροί BGU 1847.16 (I a.C.), cf. Th.7.86, Ach.Tat.2.25.3, POxy.903.10 (IV d.C.).
2 torturar, dar tormento como medio de coacción más gener. τὸν τέταρτον ὡσαύτως ἐβασάνιζον αἰκιζόμενοι LXX 2Ma.7.13, en v. pas. βεβασανισμένος ὑπὲρ τῶν δικαίων Plu.2.1126e
ἡ Βασανιζομένη La torturada, La sometida a tormento tít. de una comedia de Filípides, Philippid.11, AB 92.22
torturar, causar sufrimiento de otros tipos de violencia física οἱ γοῦν ἰατροὶ ... πάντῃ βασανίζοντες κακῶς τοὺς ἀρρωστοῦντας (aunque cf. I 2 someter a examen) Heraclit.B 58, χεὶρ κυρίου ... ἐβασάνισεν αὐτούς la mano del señor los torturó llenándolos de llagas, LXX 1Re.5.3, ἑλκοῦσιν ἐνίοτε τὴν σάρκα καὶ βασανίζουσιν (βρέφη) Plu.2.529c, frec. en v. pas. διὰ πλήθους κνωδάλων ἐβασανίσθησαν LXX Sap.16.1, cf. 4, παῖς ... παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος Eu.Matt.8.6, cf. I.AI 9.101, Aesop.47.1, Luc.Sol.6, οὐχ ἡδὺ θηρίοις βεβασανισμένοις ... ἐπιτίθεσθαι Philostr.VA 1.38
torturar, atormentar en sent. anímico μὴ βασανίσῃς σου τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα Sext.Sent.411, χεῖρον με βασανίζεις ... ζῆν ἀναγκάζων Charito 4.3.9, ἔρις ... ἡ δυναμένη ὑμᾶς βασανίσαι Ign.Eph.8.1
en v. med. torturarse del sabio estoico ἔλεγε ... ἀλγεῖν μὲν τὸν σοφόν, μὴ βασανίζεσθαι δέ Chrysipp.Stoic.3.152.9; cf. adv. βεβασανισμένως.
3 fig. c. suj. no de anim. torturar, violentar, forzar τὸ δὲ πλοῖον ... βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων Eu.Matt.14.24, ἐπὶ πλεῖον δ' ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇ Placit.5.18.5, ὡς ... (γῆ) μὴ βασανίζοντο ἄκουσα Philostr.VA 6.10, del estilo τὸ ἔπος ἐβασάνισεν Longin.10.6, cf. D.H.Th.55.

English (Abbott-Smith)

βασανίζω (< βάσανος), [in LXX: I Ki 5:3, Si 4:17, and freq. in Wi, II, IV Mac;]
1.prop., to rub on the touchstone, put to the test.
2.>to examine by torture, hence, generally, to torture, torment, distress: Mt 8:6, 29 14:24, Mk 5:7 6:48, Lk 8:28, II Pe 2:8, Re 9:5 11:10 12:2 14:10 20:10. †

English (Strong)

from βάσανος; to torture: pain, toil, torment, toss, vex.