περιρρήγνυμι: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(T22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> περιρρήξω, <i>ao.</i> περιέρρηξα, <i>pf.2 au sens intr.</i> περιέρρωγα;<br />briser <i>ou</i> déchirer autour : [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν LUC briser une barque contre une roche ; τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν ISOCR briser, <i>càd</i> séparer en deux branches le cours du Nil pour envelopper le pays ; <i>en parl. de vêtements</i> déchirer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιρρήγνυμμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> déchirer sur soi : πέπλον PLUT son vêtement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se briser autour ; éclater autour ; <i>en parl. d’un fleuve</i> se diviser en deux <i>ou</i> plusieurs branches.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ῥήγνυμι]]. | |btext=<i>f.</i> περιρρήξω, <i>ao.</i> περιέρρηξα, <i>pf.2 au sens intr.</i> περιέρρωγα;<br />briser <i>ou</i> déchirer autour : [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν LUC briser une barque contre une roche ; τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν ISOCR briser, <i>càd</i> séparer en deux branches le cours du Nil pour envelopper le pays ; <i>en parl. de vêtements</i> déchirer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιρρήγνυμμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> déchirer sur soi : πέπλον PLUT son vêtement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se briser autour ; éclater autour ; <i>en parl. d’un fleuve</i> se diviser en deux <i>ou</i> plusieurs branches.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ῥήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=(L T Tr WH περιρήγνυμι, [[with]] [[one]] rho ῥ; [[see]] the [[preceding]] [[word]]): 1st aorist participle plural περιρρήξαντες; ([[περί]] and ῤήγνυμι); to [[break]] [[off]] on [[all]] sides, [[break]] [[off]] [[all]] [[round]] (cf. [[περί]], III:1): τό [[ἱμάτιον]], to [[rend]] or [[tear]] [[off]] [[all]] [[around]], [[Aeschylus]] sept. 329; [[Demosthenes]], p. 403,3; [[Polybius]] 15,33, 4; Diodorus 17,35. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 28 August 2017
English (LSJ)
and περιρρηγνύω (Plu.Publ.6),
A break off all round, τὸν γήλοφον κύκλῳ Pl.Criti.113d : freq. of clothes, rend and tear off, τὸν χιτωνίσκον D.19.197 ; τὴν χλαμύδα Plb. 15.33.4 : also c. acc. pers., strip, Parth. 15.3 :—Med., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off her own garments, Plu.Ant.77, cf. Ph.2.44 : abs., J.AJ9.7.3, Arr.An.7.24.3, D.Chr.35.9 ; [γυναῖκες], περιερρηγμέναι Id.46.12 :—Pass., with aor. 2 -ερράγην, intr. pf. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων A.Th.328 (lyr.); of the case or membrane that encloses pupa or shellfish, περιρρήγνυται τὸ κέλυφος Arist.HA551a23, cf. 552a6 ; περιερρωγέναι τὸ ὄστρακον ib. 601a13 (so in Act., ἡ σχάδων . . τὸν ὑμένα περιρρήξας (sic) ἐκπέταται ib. 554a30.—Med., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα ib.552a9); πέτρα περιρραγεῖσα ib.578b22 ; of dead flesh, break away, Hp.Fract. 26. II cause a stream to break or divide round a piece of land, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isoc.11.31 :—Pass., τοῦ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος Hdt.2.16, cf. Ael.NA7.24 ; βρονταὶ περιερρήγνυντο kept breaking round a place, Plu.Crass. 19. III break a thing round or on another, wreck, τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Luc.Merc.Cond.2, cf. Poll.1.114 ; ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Q.S.8.61. IV ὄρος περιερρωγός broken all round, i.e. precipitous, Nic.Dam.1 J.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρήγνῡμι: καὶ -γνύω (Πλουτ. Ποπλικ. 6)· μέλλ. -ρήξω. Ρηγνύω τι ὁλόγυρα, τὸν γήλοφον κύκλῳ Πλάτ. Κριτί. 113D· συχν. ἐπὶ ἐνδυμάτων, σχίζω ὁλόγυρα, σχίζω καὶ ἀφαιρῶ βιαίως ἀπό τινος, ἀποσπῶ, διαρρήξας τὸν χιτωνίσκον (τῆς γυναικὸς) ὁ οἰκέτης Δημ. 403. 3· τὴν χλαμύδα Πολύβ. 15. 33, 4. ― Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τὰ ἑαυτοῦ ἱμάτια, Πλουτ. Ἀντών. 77, πρβλ. Φίλωνα 2. 44· οὕτω καὶ ἀπολ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 24, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 7, 3· ― παθητ. μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων Αἰσχύλ. Θήβ. 329· ἐπὶ τῆς θήκης ἢ τοῦ ὑμένος ἐν ᾧ ἐγκλείονται τὰ νεογνὰ ἢ τὰ ἔμβρυα, περιρραγέντος τοῦ κελύφους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 12· περιέρρωγε τὸ ὄστρακον αὐτόθι 8. 17, 10· (οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., ἡ σχάδων... τὸν ὑμένα περιρρήξας [[[οὕτως]]] ἐκπέταται αὐτόθι 5. 22, 12· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα αὐτόθι 5. 19, 17)· ὡσαύτως, πέτρα περιρραγεῖσα αὐτόθι 6. 29, 4· ἐπὶ νεκρᾶς σαρκός, καταρρέω, ἐκπίπτω, Ἱππ. Ἀγμ. 768. ΙΙ. κάμνω ποταμόν τινα νὰ διαχωρίσῃ τόπον τινά, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Ἰσοκρ. 227D οὕτως ἐν τῷ παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος, διαιρεῖται περὶ αὐτό, διασχίζεται δηλ. εἰς πολλοὺς βραχίονας, Ἡρόδ. 2. 16, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24· βρονταὶ περιερρήγνυντο, ἐρρήγνυντο περί τινα τόπον, Πλουτ. Κράσσ. 19· ἴδε περισχίζω. ΙΙΙ. διαρρηγνύω τι περί τι ἢ ἐπί τινος, προσαράττω, τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 114· ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Κόΐντ. Σμ. 8. 61.
French (Bailly abrégé)
f. περιρρήξω, ao. περιέρρηξα, pf.2 au sens intr. περιέρρωγα;
briser ou déchirer autour : σκαφίδιον πρὸς πέτραν LUC briser une barque contre une roche ; τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν ISOCR briser, càd séparer en deux branches le cours du Nil pour envelopper le pays ; en parl. de vêtements déchirer, acc.;
Moy. περιρρήγνυμμαι;
1 tr. déchirer sur soi : πέπλον PLUT son vêtement;
2 intr. se briser autour ; éclater autour ; en parl. d’un fleuve se diviser en deux ou plusieurs branches.
Étymologie: περί, ῥήγνυμι.
English (Thayer)
(L T Tr WH περιρήγνυμι, with one rho ῥ; see the preceding word): 1st aorist participle plural περιρρήξαντες; (περί and ῤήγνυμι); to break off on all sides, break off all round (cf. περί, III:1): τό ἱμάτιον, to rend or tear off all around, Aeschylus sept. 329; Demosthenes, p. 403,3; Polybius 15,33, 4; Diodorus 17,35.