αίσθημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[αἴσθημα]])<br />[[αντίληψη]] διά μέσου τών αισθήσεων, αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, το [[αποτέλεσμα]] ή η [[εντύπωση]] που προέρχεται από την [[αίσθηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[κατάσταση]], [[συναίσθημα]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[διάθεση]] ή [[ροπή]]<br /><b>3.</b> [[ερωτικός]] [[δεσμός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[άνθρωπος]] με αισθήματα», [[ευγενικός]], [[μεγαλόψυχος]], [[ευαίσθητος]]<br />«δεν έχω αισθήματα», [[είμαι]] [[άκαρδος]], [[σκληρός]], [[αναίσθητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αίσθηση]], [[αντίληψη]], [[γνώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰσθάνομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αισθηματίας]], [[αισθηματικός]], <i>αισθηματώδης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αισθηματοβριθής</i>, <i>αισθηματολόγος</i>].
|mltxt=το (Α [[αἴσθημα]])<br />[[αντίληψη]] διά μέσου τών αισθήσεων, αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, το [[αποτέλεσμα]] ή η [[εντύπωση]] που προέρχεται από την [[αίσθηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[κατάσταση]], [[συναίσθημα]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[διάθεση]] ή [[ροπή]]<br /><b>3.</b> [[ερωτικός]] [[δεσμός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[άνθρωπος]] με αισθήματα», [[ευγενικός]], [[μεγαλόψυχος]], [[ευαίσθητος]]<br />«δεν έχω αισθήματα», [[είμαι]] [[άκαρδος]], [[σκληρός]], [[αναίσθητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αίσθηση]], [[αντίληψη]], [[γνώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰσθάνομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αισθηματίας]], [[αισθηματικός]], <i>αισθηματώδης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αισθηματοβριθής</i>, <i>αισθηματολόγος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Α αἴσθημα)
αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων, αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, το αποτέλεσμα ή η εντύπωση που προέρχεται από την αίσθηση
νεοελλ.
1. ψυχική κατάσταση, συναίσθημα
2. ψυχική διάθεση ή ροπή
3. ερωτικός δεσμός
4. φρ. «άνθρωπος με αισθήματα», ευγενικός, μεγαλόψυχος, ευαίσθητος
«δεν έχω αισθήματα», είμαι άκαρδος, σκληρός, αναίσθητος
αρχ.
αίσθηση, αντίληψη, γνώση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσθάνομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισθηματίας, αισθηματικός, αισθηματώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αισθηματοβριθής, αισθηματολόγος].