άρνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄρνυμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]] να εξασφαλίσω ή να διασώσω<br /><b>2.</b> [[αποκτώ]], [[κερδίζω]]<br /><b>3.</b> (με κακή [[σημασία]]) [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], [[τιμωρώ]]<br /><b>4.</b> [[εκλέγω]], [[προτιμώ]]<br /><b>5.</b> [[μεταφέρω]], [[ανέχομαι]], [[σηκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ασθενής [[βαθμίδα]] αρχαίου ενεστώτα με [[επίθημα]] -<i>νυ</i>-, ο [[οποίος]] έχει άμεση [[αντιστοιχία]] με το αρμεν. <i>άrnum</i> «[[παίρνω]]» (αόρ. <i>άri</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηρόμην</i>)<br />πιθ. [[συγγένεια]] με αβεστ. <i>∂r∂naυ</i>- «[[παρέχω]], [[χορηγώ]]», σανσκρ. <i>ŗn</i><i>ō</i>-<i>ti</i> «[[προσβάλλω]], [[τυγχάνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>arn</i><i>ō</i><i>n</i> «[[αποκτώ]]». Το ρ. [[άρνυμαι]] χρησιμοποιείται στην αρχαία [[ποίηση]] και στον Ιπποκράτη με τη σημ. «[[προσπαθώ]] να αποκτήσω, [[προσπαθώ]] να πετύχω, [[δέχομαι]] ([[δόξα]], [[αμοιβή]], [[πληρωμή]])», ενώ λείπει στον [[αττικό]] πεζό λόγο, στον οποίο όμως απαντά το ρ. [[μισθαρνώ]] («[[εργάζομαι]] επί μισθῴ») <span style="color: red;"><</span> <b>φρ.</b> «μισθὸν ἄρνυσθαι»].
|mltxt=[[ἄρνυμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]] να εξασφαλίσω ή να διασώσω<br /><b>2.</b> [[αποκτώ]], [[κερδίζω]]<br /><b>3.</b> (με κακή [[σημασία]]) [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], [[τιμωρώ]]<br /><b>4.</b> [[εκλέγω]], [[προτιμώ]]<br /><b>5.</b> [[μεταφέρω]], [[ανέχομαι]], [[σηκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ασθενής [[βαθμίδα]] αρχαίου ενεστώτα με [[επίθημα]] -<i>νυ</i>-, ο [[οποίος]] έχει άμεση [[αντιστοιχία]] με το αρμεν. <i>άrnum</i> «[[παίρνω]]» (αόρ. <i>άri</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ηρόμην</i>)<br />πιθ. [[συγγένεια]] με αβεστ. <i>∂r∂naυ</i>- «[[παρέχω]], [[χορηγώ]]», σανσκρ. <i>ŗn</i><i>ō</i>-<i>ti</i> «[[προσβάλλω]], [[τυγχάνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>arn</i><i>ō</i><i>n</i> «[[αποκτώ]]». Το ρ. [[άρνυμαι]] χρησιμοποιείται στην αρχαία [[ποίηση]] και στον Ιπποκράτη με τη σημ. «[[προσπαθώ]] να αποκτήσω, [[προσπαθώ]] να πετύχω, [[δέχομαι]] ([[δόξα]], [[αμοιβή]], [[πληρωμή]])», ενώ λείπει στον [[αττικό]] πεζό λόγο, στον οποίο όμως απαντά το ρ. [[μισθαρνώ]] («[[εργάζομαι]] επί μισθῴ») <span style="color: red;"><</span> <b>φρ.</b> «μισθὸν ἄρνυσθαι»].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄρνυμαι (Α)
1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω
2. αποκτώ, κερδίζω
3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ
4. εκλέγω, προτιμώ
5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα -νυ-, ο οποίος έχει άμεση αντιστοιχία με το αρμεν. άrnum «παίρνω» (αόρ. άri, πρβλ. ηρόμην)
πιθ. συγγένεια με αβεστ. ∂r∂naυ- «παρέχω, χορηγώ», σανσκρ. ŗnō-ti «προσβάλλω, τυγχάνω», αρχ. άνω γερμ. arnōn «αποκτώ». Το ρ. άρνυμαι χρησιμοποιείται στην αρχαία ποίηση και στον Ιπποκράτη με τη σημ. «προσπαθώ να αποκτήσω, προσπαθώ να πετύχω, δέχομαι (δόξα, αμοιβή, πληρωμή)», ενώ λείπει στον αττικό πεζό λόγο, στον οποίο όμως απαντά το ρ. μισθαρνώεργάζομαι επί μισθῴ») < φρ. «μισθὸν ἄρνυσθαι»].