δίος: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(9)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δῑος, -ῑα, -ῑον (Α)<br />Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία<br /><b>2.</b> (για θεούς) [[θείος]], [[λαμπρός]] («δῑα θεάων, δῑος [[δαίμων]]»)<br /><b>3.</b> (για ανθρ.) [[ευγενής]], [[ένδοξος]] («[[Πηνελόπη]] δῑα γυναικῶν»)<br /><b>4.</b> (για ανθρ. με ψυχική [[ανωτερότητα]]) [[ευγενής]] στην [[ψυχή]], [[εξαίρετος]] («Εὔμαιος δῑος [[ὑφορβός]]»)<br /><b>5.</b> (για ζώα, [[ιδίως]] άλογα) [[ευγενής]], [[εξαίρετος]]<br /><b>6.</b> (για πράγματα, [[ιδίως]] [[φυσικά]] φαινόμενα) [[θεϊκός]], [[θαυμαστός]], [[τρομερός]] («αἰθέρος ἐκ δίης», «εἰς ἅλα δῑαν», «δῑα [[χθών]]», «δῑον πῡρ», «δῑα [[Χάρυβδις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>dy</i>-<i>∂</i><sub>1</sub><i>w</i>-<i>o</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dei</i>- από την οποία προήλθε το όνομα του [[Διός]], θεού του ουρανού και του φωτός. Συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dĩva</i>- «[[ουράνιος]]» και λατ. <i>dius</i>. Πιθ. [[επίσης]] με αρχ. ινδ. <i>div</i> (<i>i</i>)<i>ya</i>-, [[οπότε]] [[δίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>dĭF</i>-<i>yos</i> (<b>[[πρβλ]].</b> μυκην. <i>diujo</i>, <i>diwija</i> <b>κ.λπ.</b>). Η λ. [[δίος]] απαντά [[συχνά]] στον Όμηρο και αργότερα στους τραγικούς ως [[επίθετο]] του ουρανού, του αιθέρα και της γης. Χρησιμοποιείται [[επίσης]] ως [[προσωνυμία]] προσώπων (για τον Αχιλλέα, τους Αχαιούς <b>κ.λπ.</b>) και η [[ακριβής]] του σημ. «ο του [[Διός]], αυτός που ανήκει στον Δία, το [[παιδί]] του Δία» εμφανίζεται στο Ι, 538 της <i>Ιλιάδος</i> [[καθώς]] και στην τραγική [[ποίηση]]].
|mltxt=δῑος, -ῑα, -ῑον (Α)<br />Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία<br /><b>2.</b> (για θεούς) [[θείος]], [[λαμπρός]] («δῑα θεάων, δῑος [[δαίμων]]»)<br /><b>3.</b> (για ανθρ.) [[ευγενής]], [[ένδοξος]] («[[Πηνελόπη]] δῑα γυναικῶν»)<br /><b>4.</b> (για ανθρ. με ψυχική [[ανωτερότητα]]) [[ευγενής]] στην [[ψυχή]], [[εξαίρετος]] («Εὔμαιος δῑος [[ὑφορβός]]»)<br /><b>5.</b> (για ζώα, [[ιδίως]] άλογα) [[ευγενής]], [[εξαίρετος]]<br /><b>6.</b> (για πράγματα, [[ιδίως]] [[φυσικά]] φαινόμενα) [[θεϊκός]], [[θαυμαστός]], [[τρομερός]] («αἰθέρος ἐκ δίης», «εἰς ἅλα δῑαν», «δῑα [[χθών]]», «δῖον πῡρ», «δῖα [[Χάρυβδις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>dy</i>-<i>∂</i><sub>1</sub><i>w</i>-<i>o</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dei</i>- από την οποία προήλθε το όνομα του [[Διός]], θεού του ουρανού και του φωτός. Συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dĩva</i>- «[[ουράνιος]]» και λατ. <i>dius</i>. Πιθ. [[επίσης]] με αρχ. ινδ. <i>div</i> (<i>i</i>)<i>ya</i>-, [[οπότε]] [[δίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>dĭF</i>-<i>yos</i> ([[πρβλ]]. μυκην. <i>diujo</i>, <i>diwija</i> <b>κ.λπ.</b>). Η λ. [[δίος]] απαντά [[συχνά]] στον Όμηρο και αργότερα στους τραγικούς ως [[επίθετο]] του ουρανού, του αιθέρα και της γης. Χρησιμοποιείται [[επίσης]] ως [[προσωνυμία]] προσώπων (για τον Αχιλλέα, τους Αχαιούς <b>κ.λπ.</b>) και η [[ακριβής]] του σημ. «ο του [[Διός]], αυτός που ανήκει στον Δία, το [[παιδί]] του Δία» εμφανίζεται στο Ι, 538 της <i>Ιλιάδος</i> [[καθώς]] και στην τραγική [[ποίηση]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Greek Monolingual

δῑος, -ῑα, -ῑον (Α)
Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία
2. (για θεούς) θείος, λαμπρός («δῑα θεάων, δῑος δαίμων»)
3. (για ανθρ.) ευγενής, ένδοξοςΠηνελόπη δῑα γυναικῶν»)
4. (για ανθρ. με ψυχική ανωτερότητα) ευγενής στην ψυχή, εξαίρετος («Εὔμαιος δῑος ὑφορβός»)
5. (για ζώα, ιδίως άλογα) ευγενής, εξαίρετος
6. (για πράγματα, ιδίως φυσικά φαινόμενα) θεϊκός, θαυμαστός, τρομερός («αἰθέρος ἐκ δίης», «εἰς ἅλα δῑαν», «δῑα χθών», «δῖον πῡρ», «δῖα Χάρυβδις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίος < dy-1w-o < ΙΕ ρίζα dei- από την οποία προήλθε το όνομα του Διός, θεού του ουρανού και του φωτός. Συνδέεται με αρχ. ινδ. dĩva- «ουράνιος» και λατ. dius. Πιθ. επίσης με αρχ. ινδ. div (i)ya-, οπότε δίος < dĭF-yos (πρβλ. μυκην. diujo, diwija κ.λπ.). Η λ. δίος απαντά συχνά στον Όμηρο και αργότερα στους τραγικούς ως επίθετο του ουρανού, του αιθέρα και της γης. Χρησιμοποιείται επίσης ως προσωνυμία προσώπων (για τον Αχιλλέα, τους Αχαιούς κ.λπ.) και η ακριβής του σημ. «ο του Διός, αυτός που ανήκει στον Δία, το παιδί του Δία» εμφανίζεται στο Ι, 538 της Ιλιάδος καθώς και στην τραγική ποίηση].