διαιρώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(9)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM διαιρῶ, -έω) [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] σε μέρη, [[κατατέμνω]], [[μερίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] την [[πράξη]] της διαίρεσης<br /><b>3.</b> [[διχάζω]], [[προκαλώ]] [[διχόνοια]], [[διασπώ]] την [[ενότητα]] («διαίρει και βασίλευε» — φρόντιζε να σπέρνεις τη [[διχόνοια]] [[ανάμεσα]] στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς [[ανεμπόδιστος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διανοίγω]], [[διαχωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[διαρρηγνύω]], [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>το διηρημένον</i><br />το [[ρήγμα]]<br /><b>4.</b> [[διαλύω]]<br /><b>5.</b> [[διακόπτω]] τη [[συνέχεια]]<br /><b>6.</b> [[στίζω]]<br /><b>7.</b> [[αποχωρίζω]] [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[αποφασίζω]], [[κρίνω]], [[δικάζω]]<br /><b>9.</b> [[προσδιορίζω]]<br /><b>10.</b> [[διαστέλλω]]<br /><b>11.</b> [[ερμηνεύω]]<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>διαιρούμαι</i> μοιράζομαι.
|mltxt=(AM [[διαιρῶ]], [[διαιρέω]]) [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] σε μέρη, [[κατατέμνω]], [[μερίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] την [[πράξη]] της διαίρεσης<br /><b>3.</b> [[διχάζω]], [[προκαλώ]] [[διχόνοια]], [[διασπώ]] την [[ενότητα]] («διαίρει και βασίλευε» — φρόντιζε να σπέρνεις τη [[διχόνοια]] [[ανάμεσα]] στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς [[ανεμπόδιστος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διανοίγω]], [[διαχωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[διαρρηγνύω]], [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>το διηρημένον</i><br />το [[ρήγμα]]<br /><b>4.</b> [[διαλύω]]<br /><b>5.</b> [[διακόπτω]] τη [[συνέχεια]]<br /><b>6.</b> [[στίζω]]<br /><b>7.</b> [[αποχωρίζω]] [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[αποφασίζω]], [[κρίνω]], [[δικάζω]]<br /><b>9.</b> [[προσδιορίζω]]<br /><b>10.</b> [[διαστέλλω]]<br /><b>11.</b> [[ερμηνεύω]]<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>διαιρούμαι</i> μοιράζομαι.
}}
}}

Latest revision as of 12:57, 18 September 2022

Greek Monolingual

(AM διαιρῶ, διαιρέω) αιρώ
1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω
2. εκτελώ την πράξη της διαίρεσης
3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» — φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς ανεμπόδιστος)
αρχ.
1. διανοίγω, διαχωρίζω
2. διαρρηγνύω, καταστρέφω, κατεδαφίζω
3. (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) το διηρημένον
το ρήγμα
4. διαλύω
5. διακόπτω τη συνέχεια
6. στίζω
7. αποχωρίζω κάτι
8. αποφασίζω, κρίνω, δικάζω
9. προσδιορίζω
10. διαστέλλω
11. ερμηνεύω
12. μέσ. διαιρούμαι μοιράζομαι.