ἐπινεφρίδιος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epinefridios | |Transliteration C=epinefridios | ||
|Beta Code=e)pinefri/dios | |Beta Code=e)pinefri/dios | ||
|Definition= | |Definition=ἐπινεφρίδιον, [[upon the kidneys]], δημός Il.21.204. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui se trouve sur les reins.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νεφρός]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui se trouve sur les reins]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νεφρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐπινεφρίδιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «επινεφρίδιοι αδένες» — οι δύο ενδοκρινείς αδένες οι οποίοι βρίσκονται [[επάνω]] σε [[κάθε]] [[νεφρό]] ο [[καθένας]] τους<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα επινεφρίδια</i><br />οι επινεφρίδιοι αδένες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στα νεφρά («ἐπινεφρίδιον δημόν» — το [[λίπος]] [[επάνω]] στα νεφρά). | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἐπινεφρίδιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «επινεφρίδιοι αδένες» — οι δύο ενδοκρινείς αδένες οι οποίοι βρίσκονται [[επάνω]] σε [[κάθε]] [[νεφρό]] ο [[καθένας]] τους<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα επινεφρίδια</i><br />οι επινεφρίδιοι αδένες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στα νεφρά («ἐπινεφρίδιον δημόν» — το [[λίπος]] [[επάνω]] στα νεφρά). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπινεφρίδιος:''' -ον ([[νεφρός]]), αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπινεφρίδιος:''' (ρῐ) анат. (над)почечный, находящийся на почках ([[δημός]] Hom.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπι-[[νεφρίδιος]], ον [[νεφρός]]<br />[[upon]] the [[kidneys]], Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπινεφρίδιον, upon the kidneys, δημός Il.21.204.
German (Pape)
[Seite 965] an den Nieren, δημός Il. 21, 204.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se trouve sur les reins.
Étymologie: ἐπί, νεφρός.
English (Autenrieth)
(νεφρός): over the kidneys, Il. 21.204†.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἐπινεφρίδιος, -ον)
νεοελλ.
1. φρ. «επινεφρίδιοι αδένες» — οι δύο ενδοκρινείς αδένες οι οποίοι βρίσκονται επάνω σε κάθε νεφρό ο καθένας τους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινεφρίδια
οι επινεφρίδιοι αδένες
αρχ.
αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά («ἐπινεφρίδιον δημόν» — το λίπος επάνω στα νεφρά).
Greek Monotonic
ἐπινεφρίδιος: -ον (νεφρός), αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινεφρίδιος: (ρῐ) анат. (над)почечный, находящийся на почках (δημός Hom.).