τράγειος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trageios
|Transliteration C=trageios
|Beta Code=tra/geios
|Beta Code=tra/geios
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], α, ον,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τράγεος]], <b class="b2">of</b> or <b class="b2">from a he-goat</b>, <b class="b3">κρέα, κρέας</b>, Gal. 6.486, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">Gym.</span>43</span>; στέαρ Dsc.2.76.18; αἷμα <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>7.30</span> (<b class="b3">-ιον</b> Pap.), <span class="bibl">10.6</span>; <b class="b3">ἡ τραγείη</b> (sc. <b class="b3">δορά</b>) <b class="b2">a goat's skin</b>, <span class="bibl">Theoc.5.51</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], α, ον, = [[τράγεος]], of or [[from a he-goat]], [[κρέα]], [[κρέας]], Gal. 6.486, Philostr. ''Gym.''43; στέαρ Dsc.2.76.18; αἷμα ''PHolm.''7.30 (-ιον Pap.), 10.6; <b class="b3">ἡ τραγείη</b> (''[[sc.]]'' [[δορά]]) [[a goat's skin]], Theoc.5.51.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1132.png Seite 1132]] vom Bocke, ihm gehörig; ἡ τραγείη, ''[[sc.]]'' [[δορά]], Bocksfell, Theocr. 5, 51, l. d.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de bouc ; ἡ τραγείη ([[δορά]]) peau de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]].
}}
{{ls
|lstext='''τράγειος''': [ᾰ], -α, -ον, ὡς τὸ [[τράγεος]], ὁ τοῦ τράγου, τραγήσιος, τῶν [[κρεῶν]] τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια Φιλοστρ. Γυμναστ. σελ. 4 Kayser, Κλήμ. Ἀλεξ. 850· ἡ τραγείη (ἐξυπακ. [[δορά]]), δέρμα τράγου, Θεόκρ. 5. 51.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[τράγειος]], -εῖα, -ον, ΝΜΑ, και [[τράγιος]], -(ί)α, -ον ΝΜ, και [[τράγεος]], -έα, -ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. [[τραγεῖον]], Α [[τράγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, [[τραγήσιος]] (α. «[[τράγιο]] [[κρέας]]» β. «τῶν [[κρεῶν]] τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τράγιο]]<br />α) το [[φυτό]] ανδρόσαιμο<br />β) το [[φυτό]] [[γλυκάνισο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κρέας]] τράγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> (ενν. <i>δορὰ</i>) [[δέρμα]] τράγου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[είδος]] υπερείκου που ευδοκιμεί το [[φθινόπωρο]] και το οποίο αποπνέει [[οσμή]] τράγου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τράγειος:''' -α, -ον ([[τράγος]]), τραγίσιος, αυτός που προέρχεται από τράγο· <i>ἡτραγείη</i> (ενν. [[δορά]]), το [[δέρμα]] τράγου, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τράγειος]], η, ον [[τράγος]]<br />of or from a he-[[goat]]: ὁ τραγείη (''[[sc.]]'' [[δορά]]) a [[goat]]'s [[skin]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράγειος Medium diacritics: τράγειος Low diacritics: τράγειος Capitals: ΤΡΑΓΕΙΟΣ
Transliteration A: trágeios Transliteration B: trageios Transliteration C: trageios Beta Code: tra/geios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, = τράγεος, of or from a he-goat, κρέα, κρέας, Gal. 6.486, Philostr. Gym.43; στέαρ Dsc.2.76.18; αἷμα PHolm.7.30 (-ιον Pap.), 10.6; ἡ τραγείη (sc. δορά) a goat's skin, Theoc.5.51.

German (Pape)

[Seite 1132] vom Bocke, ihm gehörig; ἡ τραγείη, sc. δορά, Bocksfell, Theocr. 5, 51, l. d.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bouc ; ἡ τραγείη (δορά) peau de bouc.
Étymologie: τράγος.

Greek (Liddell-Scott)

τράγειος: [ᾰ], -α, -ον, ὡς τὸ τράγεος, ὁ τοῦ τράγου, τραγήσιος, τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια Φιλοστρ. Γυμναστ. σελ. 4 Kayser, Κλήμ. Ἀλεξ. 850· ἡ τραγείη (ἐξυπακ. δορά), δέρμα τράγου, Θεόκρ. 5. 51.

Greek Monolingual

-α, -ο / τράγειος, -εῖα, -ον, ΝΜΑ, και τράγιος, -(ί)α, -ον ΝΜ, και τράγεος, -έα, -ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α τράγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια», Φιλόστρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τράγιο
α) το φυτό ανδρόσαιμο
β) το φυτό γλυκάνισο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. κρέας τράγου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. (ενν. δορὰ) δέρμα τράγου
2. το ουδ. ως ουσ. (στην Κρήτη) είδος υπερείκου που ευδοκιμεί το φθινόπωρο και το οποίο αποπνέει οσμή τράγου.

Greek Monotonic

τράγειος: -α, -ον (τράγος), τραγίσιος, αυτός που προέρχεται από τράγο· ἡτραγείη (ενν. δορά), το δέρμα τράγου, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τράγειος, η, ον τράγος
of or from a he-goat: ὁ τραγείη (sc. δορά) a goat's skin, Theocr.