ακίνητος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκίνητος]], -<i>ον</i>) και [[ακούνητος]], -[[ιστός]]<br />αυτός που δεν κινείται, ο [[ασάλευτος]]<br />«στάθηκε [[ακίνητος]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (<b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἀκίνητος]] [[ἑορτή]]<br />[[γιορτή]] η οποία γιορτάζεται [[πάντα]] σε σταθερή [[ημερομηνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, που [[είναι]] [[αναπόσπαστος]] από το [[έδαφος]]<br />«[[βράχος]] [[ακίνητος]]», «ακίνητη [[περιουσία]]»<br /><b>2.</b> ο [[ισχυρός]], [[εκείνος]] που δεν διατρέχει κίνδυνο παρακμής<br /><b>3.</b> [[εκείνος]], τον οποίο δεν έχουν κουνήσει στην [[κούνια]] του<br />«ακούνιστο [[μωρό]]»<br /><b>4.</b> όποιος δεν έχει ξεκινήσει<br />«ακίνητο [[πλοίο]]»<br /><b>5.</b> όποιος δεν έχει μπει σε [[ζυγό]] (αποδίδεται σε βόδια)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αργός]], [[νωθρός]]<br />«ἀκίνητοι [[φρένες]]» (για τους Βοιωτούς, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]], τον οποίο δεν επιτρέπεται [[κανείς]] να μετακινήσει, ο [[αμετάβλητος]]<br />«ἀκίνητα [[νόμιμα]]» (<b>Θουκ.</b>)<br />«νόμους ἀκινήτους» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]], τον οποίο δεν επιτρέπεται [[κανείς]] να κινήσει, να αγγίξει, ο [[απαραβίαστος]]<br />«[[ἀκίνητος]] [[τάφος]]» (<b>Ηρόδ.</b>), «κινεῑν τὰ ἀκίνητα» (<b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[αμετάβλητος]], ο [[σταθερός]] ή ο [[πείσμων]] (αποδίδεται σε πρόσωπα, <b>Σοφ.</b> <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[χέρσος]], ο [[ακαλλιέργητος]]<br />«[[ἀκίνητος]] [[χώρα]]» (<b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κινητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κινῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακινησία]]. <b>αρχ.</b> <i>ἀκινητῶ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ἀκινητότητα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακινητοποιώ]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκίνητος]], -<i>ον</i>) και [[ακούνητος]], -[[ιστός]]<br />αυτός που δεν κινείται, ο [[ασάλευτος]]<br />«στάθηκε [[ακίνητος]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (<b>Πολυδ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἀκίνητος]] [[ἑορτή]]<br />[[γιορτή]] η οποία γιορτάζεται [[πάντα]] σε σταθερή [[ημερομηνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, που [[είναι]] [[αναπόσπαστος]] από το [[έδαφος]]<br />«[[βράχος]] [[ακίνητος]]», «ακίνητη [[περιουσία]]»<br /><b>2.</b> ο [[ισχυρός]], [[εκείνος]] που δεν διατρέχει κίνδυνο παρακμής<br /><b>3.</b> [[εκείνος]], τον οποίο δεν έχουν κουνήσει στην [[κούνια]] του<br />«ακούνιστο [[μωρό]]»<br /><b>4.</b> όποιος δεν έχει ξεκινήσει<br />«ακίνητο [[πλοίο]]»<br /><b>5.</b> όποιος δεν έχει μπει σε [[ζυγό]] (αποδίδεται σε βόδια)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αργός]], [[νωθρός]]<br />«ἀκίνητοι [[φρένες]]» (για τους Βοιωτούς, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]], τον οποίο δεν επιτρέπεται [[κανείς]] να μετακινήσει, ο [[αμετάβλητος]]<br />«ἀκίνητα [[νόμιμα]]» (<b>Θουκ.</b>)<br />«νόμους ἀκινήτους» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]], τον οποίο δεν επιτρέπεται [[κανείς]] να κινήσει, να αγγίξει, ο [[απαραβίαστος]]<br />«[[ἀκίνητος]] [[τάφος]]» (<b>Ηρόδ.</b>), «κινεῖν τὰ ἀκίνητα» (<b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[αμετάβλητος]], ο [[σταθερός]] ή ο [[πείσμων]] (αποδίδεται σε πρόσωπα, <b>Σοφ.</b> <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[χέρσος]], ο [[ακαλλιέργητος]]<br />«[[ἀκίνητος]] [[χώρα]]» (<b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κινητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κινῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακινησία]]. <b>αρχ.</b> <i>ἀκινητῶ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ἀκινητότητα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακινητοποιώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκίνητος, -ον) και ακούνητος, -ιστός
αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος
«στάθηκε ακίνητος»
αρχ.
«ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.)
μσν.- νεοελλ.
ἀκίνητος ἑορτή
γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, που είναι αναπόσπαστος από το έδαφος
«βράχος ακίνητος», «ακίνητη περιουσία»
2. ο ισχυρός, εκείνος που δεν διατρέχει κίνδυνο παρακμής
3. εκείνος, τον οποίο δεν έχουν κουνήσει στην κούνια του
«ακούνιστο μωρό»
4. όποιος δεν έχει ξεκινήσει
«ακίνητο πλοίο»
5. όποιος δεν έχει μπει σε ζυγό (αποδίδεται σε βόδια)
αρχ.
1. αργός, νωθρός
«ἀκίνητοι φρένες» (για τους Βοιωτούς, Αριστοφ.)
2. εκείνος, τον οποίο δεν επιτρέπεται κανείς να μετακινήσει, ο αμετάβλητος
«ἀκίνητα νόμιμα» (Θουκ.)
«νόμους ἀκινήτους» (Αριστοτ.)
3. εκείνος, τον οποίο δεν επιτρέπεται κανείς να κινήσει, να αγγίξει, ο απαραβίαστος
«ἀκίνητος τάφος» (Ηρόδ.), «κινεῖν τὰ ἀκίνητα» (Ηρόδ.)
4. ο αμετάβλητος, ο σταθερός ή ο πείσμων (αποδίδεται σε πρόσωπα, Σοφ. Πλάτ.)
5. ο χέρσος, ο ακαλλιέργητος
«ἀκίνητος χώρα» (Πλούτ.)
6. αυτός που δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κινητὸς < κινῶ.
ΠΑΡ. ακινησία. αρχ. ἀκινητῶ
νεοελλ.
ἀκινητότητα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ακινητοποιώ].