αμοιβή: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀμοιβή]])<br /><b>1.</b> [[ανταπόδοση]], [[ανταμοιβή]]<br /><b>2.</b> ο [[μισθός]] που δίνεται σε [[αντάλλαγμα]] υπηρεσίας ή εργασίας, [[αντιμισθία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αλλαγή]], [[ανταλλαγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποζημίωση]]<br /><b>2.</b> [[ποινή]]<br /><b>3.</b> [[εκδίκηση]]<br /><b>4.</b> [[απάντηση]], [[απόκριση]]<br /><b>5.</b> (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) [[ανταλλαγή]]<br /><b>5.</b> [[αλλαγή]], [[μεταμόρφωση]], [[μεταβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἀμοιβή]])<br /><b>1.</b> [[ανταπόδοση]], [[ανταμοιβή]]<br /><b>2.</b> ο [[μισθός]] που δίνεται σε [[αντάλλαγμα]] υπηρεσίας ή εργασίας, [[αντιμισθία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αλλαγή]], [[ανταλλαγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποζημίωση]]<br /><b>2.</b> [[ποινή]]<br /><b>3.</b> [[εκδίκηση]]<br /><b>4.</b> [[απάντηση]], [[απόκριση]]<br /><b>5.</b> (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) [[ανταλλαγή]]<br /><b>5.</b> [[αλλαγή]], [[μεταμόρφωση]], [[μεταβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμείβω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμοιβαίος]], [[αμοιβαδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμοιβάς]], [[ἀμοιβαδίς]], [[ἀμοιβήδην]], [[ἀμοιβηδίς]], [[ἀμοιβηδόν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>μικροαμοιβή</i>, <i>υπεραμοιβή</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α ἀμοιβή)
1. ανταπόδοση, ανταμοιβή
2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία
μσν.-αρχ.
αλλαγή, ανταλλαγή
αρχ.
1. αποζημίωση
2. ποινή
3. εκδίκηση
4. απάντηση, απόκριση
5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή
5. αλλαγή, μεταμόρφωση, μεταβολή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμείβω.
ΠΑΡ. αμοιβαίος, αμοιβαδόν
αρχ.
ἀμοιβάς, ἀμοιβαδίς, ἀμοιβήδην, ἀμοιβηδίς, ἀμοιβηδόν.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. μικροαμοιβή, υπεραμοιβή].