ἀπέρωτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aperotos
|Transliteration C=aperotos
|Beta Code=a)pe/rwtos
|Beta Code=a)pe/rwtos
|Definition=ον, (ἔρως) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loveless, unloving</b>, <b class="b3">ἔρως ἀπέρωτος</b>, like [[γάμος ἄγαμος]], read by M<span class="bibl">2</span> in <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>600</span>; but v. foreg.</span>
|Definition=ον, (< [[ἔρως]]) [[loveless]], [[unloving]], [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]], like [[γάμος]] [[ἄγαμος]], read by M 2 in A. ''Ch.'' 600; but v. [[ἀπερωπός]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inconsiderado]], [[cruel]] ἔρως A.<i>Ch</i>.600.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] ([[ἔρως]]), lieblos, [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]] Aesch. Ch. 592; einige Grammatiker, wie E.M., Hesych., scheinen ἀπέρωπος gelesen zu haben, was E. M. [[ἄγριος]], [[ἀπηνής]], Phryn. B. A. 8 [[ἀναιδής]], [[σκληρός]], [[τραχύς]] erklärt, οἷον [[ἀπερίοπτος]], ὃν οὐκ ἄν τις περιωπήσαιτο διὰ τὴν ἀηδίαν, u. Andere mit [[ἠπεροπεύω]] zusammenstellen, da E. M. [[ἀπεροπεύς]] hat, u. aus Anacr. ἀπεροπός, ἀπεροπή anführt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] ([[ἔρως]]), lieblos, [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]] Aesch. Ch. 592; einige Grammatiker, wie E.M., Hesych., scheinen ἀπέρωπος gelesen zu haben, was E. M. [[ἄγριος]], [[ἀπηνής]], Phryn. B. A. 8 [[ἀναιδής]], [[σκληρός]], [[τραχύς]] erklärt, οἷον [[ἀπερίοπτος]], ὃν οὐκ ἄν τις περιωπήσαιτο διὰ τὴν ἀηδίαν, u. Andere mit [[ἠπεροπεύω]] zusammenstellen, da E. M. [[ἀπεροπεύς]] hat, u. aus Anacr. ἀπεροπός, ἀπεροπή anführt.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n'est plus de l'amour ; haineux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἔρως]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέρωτος:''' [[не любящий]]: [[ἔρως]] ἀ. Aesch. не настоящая любовь.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπέρωτος''': -ον, ([[ἔρως]]), ὁ μὴ ἐρῶν, ὁ μὴ ἔχων ἔρωτα, [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]], ὡς τὸ [[γάμος]] [[ἄγαμος]], Αἰσχύλ. Χο 600· ἀλλ’ ἴδε [[ἀπέρωπος]].
|lstext='''ἀπέρωτος''': -ον, ([[ἔρως]]), ὁ μὴ ἐρῶν, ὁ μὴ ἔχων ἔρωτα, [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]], ὡς τὸ [[γάμος]] [[ἄγαμος]], Αἰσχύλ. Χο 600· ἀλλ’ ἴδε [[ἀπέρωπος]].
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui n’est plus de l’amour ; haineux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἔρως]].
|mltxt=[[ἀπέρωτος]], -ον (Α)<br />ο [[χωρίς]] έρωτα, [[δυσάρεστος]] («άπέρωτος [[ἔρως]]») ([[πρβλ]]. «[[γάμος]] [[ἄγαμος]]», Αισχύλος).
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ον [[inconsiderado]], [[cruel]] ἔρως A.<i>Ch</i>.600.
|lsmtext='''ἀπέρωτος:''' -ον ([[ἔρως]]), αυτός που δεν αγαπάει ερωτικά, που δεν είναι ερωτευμένος· [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]], όπως το [[γάμος]] [[ἄγαμος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ἀπέρωτος]], -ον (Α)<br />ο [[χωρίς]] έρωτα, [[δυσάρεστος]] («άπέρωτος [[ἔρως]]») (<b>[[πρβλ]].</b> «[[γάμος]] [[ἄγαμος]]», Αισχύλος).
|mdlsjtxt=[[ἔρως]]<br />[[loveless]], [[unloving]], [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]], like [[γάμος]] [[ἄγαμος]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 27 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέρωτος Medium diacritics: ἀπέρωτος Low diacritics: απέρωτος Capitals: ΑΠΕΡΩΤΟΣ
Transliteration A: apérōtos Transliteration B: aperōtos Transliteration C: aperotos Beta Code: a)pe/rwtos

English (LSJ)

ον, (< ἔρως) loveless, unloving, ἔρως ἀπέρωτος, like γάμος ἄγαμος, read by M 2 in A. Ch. 600; but v. ἀπερωπός.

Spanish (DGE)

-ον inconsiderado, cruel ἔρως A.Ch.600.

German (Pape)

[Seite 288] (ἔρως), lieblos, ἔρως ἀπέρωτος Aesch. Ch. 592; einige Grammatiker, wie E.M., Hesych., scheinen ἀπέρωπος gelesen zu haben, was E. M. ἄγριος, ἀπηνής, Phryn. B. A. 8 ἀναιδής, σκληρός, τραχύς erklärt, οἷον ἀπερίοπτος, ὃν οὐκ ἄν τις περιωπήσαιτο διὰ τὴν ἀηδίαν, u. Andere mit ἠπεροπεύω zusammenstellen, da E. M. ἀπεροπεύς hat, u. aus Anacr. ἀπεροπός, ἀπεροπή anführt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'est plus de l'amour ; haineux.
Étymologie: ἀπό, ἔρως.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρωτος: не любящий: ἔρως ἀ. Aesch. не настоящая любовь.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρωτος: -ον, (ἔρως), ὁ μὴ ἐρῶν, ὁ μὴ ἔχων ἔρωτα, ἔρως ἀπέρωτος, ὡς τὸ γάμος ἄγαμος, Αἰσχύλ. Χο 600· ἀλλ’ ἴδε ἀπέρωπος.

Greek Monolingual

ἀπέρωτος, -ον (Α)
ο χωρίς έρωτα, δυσάρεστος («άπέρωτος ἔρως») (πρβλ. «γάμος ἄγαμος», Αισχύλος).

Greek Monotonic

ἀπέρωτος: -ον (ἔρως), αυτός που δεν αγαπάει ερωτικά, που δεν είναι ερωτευμένος· ἔρως ἀπέρωτος, όπως το γάμος ἄγαμος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἔρως
loveless, unloving, ἔρως ἀπέρωτος, like γάμος ἄγαμος, Aesch.