ἄρειος: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(6) |
(1a) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄρειος]], -ον κ. -α, -ον κ. <b>ιων.</b> [[ἀρήϊος]], -η, -ον (Α) [[Άρης]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] αφιερωμένος στον Άρη, [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[πολεμιστής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀρήϊοι ἀγῶνες» — πολεμικοί αγώνες σε [[αντίθεση]] με τους «γυμνικούς», τα αθλητικά αγωνίσματα. | |mltxt=[[ἄρειος]], -ον κ. -α, -ον κ. <b>ιων.</b> [[ἀρήϊος]], -η, -ον (Α) [[Άρης]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] αφιερωμένος στον Άρη, [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[πολεμιστής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀρήϊοι ἀγῶνες» — πολεμικοί αγώνες σε [[αντίθεση]] με τους «γυμνικούς», τα αθλητικά αγωνίσματα. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Ἄρης]]<br /><b class="num">I.</b> [[devoted]] to [[Ares]], [[warlike]], [[martial]], Lat. [[Mavortius]], Il., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[Ἄρειος]] [[πάγος]], ὁ, the [[hill]] of [[Ares]], [[Mars]]-[[hill]], [[over]] [[against]] the [[west]] [[side]] of the [[Acropolis]] at [[Athens]], [[Ἀρήϊος]] π Hdt.; also [[Ἄρεος]] [[πάγος]] ([[where]] [[Ἄρεος]] is gen. of [[Ἄρης]]), Soph., Eur. On it was held the [[highest]] [[judicial]] [[court]], [[which]] took [[cognisance]] of [[murder]] and [[other]] [[capital]] crimes, Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:40, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 348] ον, fem. ἀρεία Eur. Herc. far. 413; den Ares betreffend, ihm geweiht, kriegerisch; comp. ἀρειότερος bei Sp., wie Coluth. 66 Agath. 67 (XI, 376), = ἀρείων. Vgl. ἀρήιος.
English (Autenrieth)
(Ἄρης): martial, warlike; of men, Μενέλᾶος, Αἴᾶς, υἶες Ἀχαιῶν, etc.; also of weapons and armor (τεύχεα, ἔντεα); τεῖχος ἄρειον, ‘martial’ wall, Il. 4.407, Il. 15.736.
see ἀρήιος.
Greek Monolingual
ἄρειος, -ον κ. -α, -ον κ. ιων. ἀρήϊος, -η, -ον (Α) Άρης
1. αυτός που είναι αφιερωμένος στον Άρη, πολεμικός, φιλοπόλεμος
2. ως ουσ. πολεμιστής
3. φρ. «ἀρήϊοι ἀγῶνες» — πολεμικοί αγώνες σε αντίθεση με τους «γυμνικούς», τα αθλητικά αγωνίσματα.
Middle Liddell
Ἄρης
I. devoted to Ares, warlike, martial, Lat. Mavortius, Il., Hdt.
II. Ἄρειος πάγος, ὁ, the hill of Ares, Mars-hill, over against the west side of the Acropolis at Athens, Ἀρήϊος π Hdt.; also Ἄρεος πάγος (where Ἄρεος is gen. of Ἄρης), Soph., Eur. On it was held the highest judicial court, which took cognisance of murder and other capital crimes, Dem.