ὑπέρπλεως: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperpleos | |Transliteration C=yperpleos | ||
|Beta Code=u(pe/rplews | |Beta Code=u(pe/rplews | ||
|Definition=ων, < | |Definition=ων, [[overfull]], [[surfeited]], [[γαστριμαργία]]ις Luc. ''Am.'' 42, cf. Poll. 4.186; cf. [[ὑπέρπλεος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1201.png Seite 1201]] überfüllt, τινί, Luc. am. 42. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρπλεως:''' [[переполненный]]: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπέρπλεως''': -ων, [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, Πολυδ. Δ΄, 186· πρβλ. [[ὑπέρπλεος]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ων / [[ὑπέρπλεως]], -ων, ΝΜΑ και [[ὑπέρπλεος]], -ον, Ν<br />(λόγ. τ.) εντελώς [[γεμάτος]], [[ξέχειλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπέρπλεον</i><br />το [[περίσσευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μολυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:21, 27 May 2023
English (LSJ)
ων, overfull, surfeited, γαστριμαργίαις Luc. Am. 42, cf. Poll. 4.186; cf. ὑπέρπλεος.
German (Pape)
[Seite 1201] überfüllt, τινί, Luc. am. 42.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπλεως: переполненный: ὑ. ταῖς γαστριμαργίαις Luc. наевшийся вдоволь или до отвала.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπλεως: -ων, πλήρης εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, Πολυδ. Δ΄, 186· πρβλ. ὑπέρπλεος.
Greek Monolingual
-ων / ὑπέρπλεως, -ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, -ον, Ν
(λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον
το περίσσευμα
αρχ.
μολυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].