γυιοτόρος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(8) |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γυιοτόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που διατρυπά τα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>τορ</i>-, <i>έτορον</i>, αόρ. β'<br / | |mltxt=[[γυιοτόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που διατρυπά τα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>τορ</i>-, <i>έτορον</i>, αόρ. β'<br />[[πρβλ]]. ενεστ. [[τορέω]] «[[διατρυπώ]]», [[τείρω]] «[[θλίβω]], [[ταλαιπωρώ]]» ([[πρβλ]]. [[διάτορος]], [[ρινοτόρος]], [[χαλκότορος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:32, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 508] Glieder durchbohrend, Christodor. Ecphr. 226.
Greek (Liddell-Scott)
γυιοτόρος: -ον, διαπερνῶν ἢ διατρυπών τὰ μέλη, Χριστόδ. Ἐκφρ. 226.
Spanish (DGE)
-ον
que atraviesa la carne, que la perfora fig. γυιοτόρους μύρμηκας correas que desgarran los miembros, AP 2.226 (Christod.).
Greek Monolingual
γυιοτόρος, -ον (Α)
αυτός που διατρυπά τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + (θ.) τορ-, έτορον, αόρ. β'
πρβλ. ενεστ. τορέω «διατρυπώ», τείρω «θλίβω, ταλαιπωρώ» (πρβλ. διάτορος, ρινοτόρος, χαλκότορος)].