ἐφησυχάζω: Difference between revisions
(15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efisychazo | |Transliteration C=efisychazo | ||
|Beta Code=e)fhsuxa/zw | |Beta Code=e)fhsuxa/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[remain quiet]], Plb.2.64.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀφ]]-), Ph.2.65 ([[varia lectio|v.l.]] for [[ἡσυχάζω]]); ὀλίγον χρόνον Hld.4.11; μικρὸν -ησυχάσας τοῖς εἰρημένοις Id.6.7; ἀπὸ τῆς αἰώρης Aret.''CD''1.8.<br><span class="bld">2</span> [[acquiesce in]], τῇ δικαιολογία ''PLond.''5.1708.261 (vi A.D.); τοῖς κρινομένοις Just.''Nov.''123.21 ''Intr.''<br><span class="bld">II</span> Act., [[pass over in silence]], [[omit]], τὰ πλήθη τῶν ἄλλων Ph. 2.3 ([[varia lectio|v.l.]] for [[ἀφ]]-). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
A remain quiet, Plb.2.64.5 (v.l. ἀφ-), Ph.2.65 (v.l. for ἡσυχάζω); ὀλίγον χρόνον Hld.4.11; μικρὸν -ησυχάσας τοῖς εἰρημένοις Id.6.7; ἀπὸ τῆς αἰώρης Aret.CD1.8.
2 acquiesce in, τῇ δικαιολογία PLond.5.1708.261 (vi A.D.); τοῖς κρινομένοις Just.Nov.123.21 Intr.
II Act., pass over in silence, omit, τὰ πλήθη τῶν ἄλλων Ph. 2.3 (v.l. for ἀφ-).
German (Pape)
[Seite 1118] dabei ruhig sein, τινί, bei Etwas, τοῖς εἰρημένοις Heliod. 6, 7. S. ἀφησυχάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφησῠχάζω: μέλλ. -άσω, συναινῶ εἴς τι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 2. 64, 4· τινι Ἡλιόδ. 6. 7. ΙΙ. εἶμαι ἥσυχος, ἡσυχάζω, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐφησυχάζω) ἡσυχάζω
αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω, ησυχάζω
νεοελλ.
1. επαναπαύομαι, εμπιστεύομαι, επαφίεμαι, ξεθαρρεύομαι
2. αμελώ, παραμελώ
νεοελλ.-μσν.
ησυχάζω ψυχικά για κάτι, παύω ν' ανησυχώ
μσν.
αποσύρομαι σε μονή ή σε σκήτη για ψυχική περισυλλογή
αρχ.
1. μένω ήσυχος
2. είμαι ήσυχος
3. παρασιωπώ
4. (για έθιμο ή συνήθεια) δεν εφαρμόζομαι, καθίσταμαι άκυρος, ανίσχυρος, πέφτω σε αχρησία.