θυγατέρα: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(17) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ [[θυγάτηρ]], -ατρός, Μ και [[θυγατέρα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[τέκνο]], η [[κόρη]]<br /><b>2.</b> νέο [[κορίτσι]], [[κοπέλα]] («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[οτιδήποτε]] έχει γεννηθεί ή προέρχεται από [[κάπου]], το επακόλουθο<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> πνευματικό [[παιδί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> για γλώσσες που προέρχονται από παλαιότερη «[[μητέρα]]» [[γλώσσα]] («οι νεολατινικές γλώσσες [[είναι]] θυγατέρες της λατινικής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> θηλυκό [[γέννημα]] ζώου ή [[κάτι]] που σχετίζεται ή προέρχεται ή [[είναι]] [[επακολούθημα]] κάποιου άλλου (α. «θύγατρες ἡμιόνων» — θηλυκοί ημίονοι, <b>Σιμων.</b><br />β. «θυγατέρες ταύρων» — μέλισσες<br />γ. «Μοισᾱν θυγατέρες» — οι ωδές, <b>Πίνδ.</b><br />δ. «[[θυγάτηρ]] | |mltxt=και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ [[θυγάτηρ]], -ατρός, Μ και [[θυγατέρα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[τέκνο]], η [[κόρη]]<br /><b>2.</b> νέο [[κορίτσι]], [[κοπέλα]] («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[οτιδήποτε]] έχει γεννηθεί ή προέρχεται από [[κάπου]], το επακόλουθο<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> πνευματικό [[παιδί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> για γλώσσες που προέρχονται από παλαιότερη «[[μητέρα]]» [[γλώσσα]] («οι νεολατινικές γλώσσες [[είναι]] θυγατέρες της λατινικής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> θηλυκό [[γέννημα]] ζώου ή [[κάτι]] που σχετίζεται ή προέρχεται ή [[είναι]] [[επακολούθημα]] κάποιου άλλου (α. «θύγατρες ἡμιόνων» — θηλυκοί ημίονοι, <b>Σιμων.</b><br />β. «θυγατέρες ταύρων» — μέλισσες<br />γ. «Μοισᾱν θυγατέρες» — οι ωδές, <b>Πίνδ.</b><br />δ. «[[θυγάτηρ]] Σειληνοῦ» — η [[άμπελος]], Ιούλ. Καίσ.<br />ε. «ψήφου συμβολικῆς [[θυγάτηρ]]» — το [[λαγήνι]] που χρησιμοποιούσαν ως ψηφοδόχο, η [[κάλπη]]<br /><b>2.</b> [[θεραπαινίδα]], [[υπηρέτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες και στην ελλ. ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους στον τ. <i>tu</i>-<i>ka</i>-<i>te</i>. Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>dhug</i>(<i>h</i>)<i>ә</i><i>ter</i> με πιθ. αρχική [[σημασία]] «θηλάζουσα», [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>duhe</i> «[[θηλάζω]]». Εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>ter</i>, που απαντά σε αρκετούς όρους συγγένειας ([[πρβλ]]. [[πατήρ]], [[μήτηρ]], [[φράτηρ]]), ενώ η [[παροξυτονία]] της ονομαστικής οφείλεται [[μάλλον]] στην προπαροξύτονη [[κλητική]] <i>θύγατερ</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. κλητ. <i>duhitar</i>). Αντιστοιχεί σε τ. πολλών ΙΕ γλωσσών, όπως στο αρχ. ινδ. <i>duhitar</i>, το αβεστ. <i>dugdar</i>, το αρχ. σλαβ. <i>dŭšti</i>, το γοτθ. <i>dauhtar</i> (απ' όπου το γερμ. <i>Tochter</i> και το αγγλ. <i>daughter</i>) κ.ά. Ο νεοελλ. τ. <i>δυχατέρα</i> <span style="color: red;"><</span> [[θυγατέρα]] με [[αντιμετάθεση]] του χαρακτηριστικού της ηχηρότητας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυγατερεΐς]], [[θυγατριδεύς]], [[θυγατριδή]], [[θυγατρίδιον]], [[θυγατριδούς]], [[θυγατρίζω]], [[θυγάτριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυγατρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυγατρογόνος]], [[θυγατρομιξία]], [[θυγατροποιία]], [[θυγατροποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θυγατρόγαμος]], [[θυγατροθετώ]], [[θυγατρόπαις]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, -ατρός, Μ και θυγατέρα)
1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη
2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.)
3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο
4. μτφ. πνευματικό παιδί
νεοελλ.
μτφ. για γλώσσες που προέρχονται από παλαιότερη «μητέρα» γλώσσα («οι νεολατινικές γλώσσες είναι θυγατέρες της λατινικής»)
αρχ.
1. μτφ. θηλυκό γέννημα ζώου ή κάτι που σχετίζεται ή προέρχεται ή είναι επακολούθημα κάποιου άλλου (α. «θύγατρες ἡμιόνων» — θηλυκοί ημίονοι, Σιμων.
β. «θυγατέρες ταύρων» — μέλισσες
γ. «Μοισᾱν θυγατέρες» — οι ωδές, Πίνδ.
δ. «θυγάτηρ Σειληνοῦ» — η άμπελος, Ιούλ. Καίσ.
ε. «ψήφου συμβολικῆς θυγάτηρ» — το λαγήνι που χρησιμοποιούσαν ως ψηφοδόχο, η κάλπη
2. θεραπαινίδα, υπηρέτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες και στην ελλ. ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους στον τ. tu-ka-te. Ανάγεται σε ΙΕ τ. dhug(h)әter με πιθ. αρχική σημασία «θηλάζουσα», οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. duhe «θηλάζω». Εμφανίζει το επίθημα -ter, που απαντά σε αρκετούς όρους συγγένειας (πρβλ. πατήρ, μήτηρ, φράτηρ), ενώ η παροξυτονία της ονομαστικής οφείλεται μάλλον στην προπαροξύτονη κλητική θύγατερ (πρβλ. αρχ. ινδ. κλητ. duhitar). Αντιστοιχεί σε τ. πολλών ΙΕ γλωσσών, όπως στο αρχ. ινδ. duhitar, το αβεστ. dugdar, το αρχ. σλαβ. dŭšti, το γοτθ. dauhtar (απ' όπου το γερμ. Tochter και το αγγλ. daughter) κ.ά. Ο νεοελλ. τ. δυχατέρα < θυγατέρα με αντιμετάθεση του χαρακτηριστικού της ηχηρότητας.
ΠΑΡ. αρχ. θυγατερεΐς, θυγατριδεύς, θυγατριδή, θυγατρίδιον, θυγατριδούς, θυγατρίζω, θυγάτριον
νεοελλ.
θυγατρικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. θυγατρογόνος, θυγατρομιξία, θυγατροποιία, θυγατροποιός
μσν.
θυγατρόγαμος, θυγατροθετώ, θυγατρόπαις.