κατισχναίνω: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(20) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katischnaino | |Transliteration C=katischnaino | ||
|Beta Code=katisxnai/nw | |Beta Code=katisxnai/nw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[cause to pine]] or [[waste away]], A.''Eu.''138:—Pass., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 561c, cf. J.''AJ''7.8.1:—fut. Med. inf. κατισχνᾰνεῖσθαι [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''271.<br><span class="bld">II</span> [[reduce]] a swelling, Hp.''Prog.'' 23; αἱ Μοῦσαι τὸν ἔρωτα κ. Call.''Epigr.''47.3; [[weaken]], ὀσμήν [[Theophrastus|Thphr.]] ''Od.''47. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] mager machen, abzehren, erschöpfen; ἀτμῷ κατισχναίνουσα νηδύος πυρί Aesch. Eum. 133, mit dem Hauche verzehrend; ποιναῖς κατισχνανεῖσθαι Prom. 269; ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; – ἔρωτα, schwächen, Callim. 14 (XII, 150). – Bei Luc. philopatr. 20 steht ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον, mit schwacher Stimme. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] mager machen, abzehren, erschöpfen; ἀτμῷ κατισχναίνουσα νηδύος πυρί Aesch. Eum. 133, mit dem Hauche verzehrend; ποιναῖς κατισχνανεῖσθαι Prom. 269; ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; – ἔρωτα, schwächen, Callim. 14 (XII, 150). – Bei Luc. philopatr. 20 steht ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον, mit schwacher Stimme. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=[[exténuer]], [[épuiser]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχναίνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατισχναίνω [κάτισχνος] act., met acc. doen vermageren, verzwakken:; ἀτμῷ κατισχναίνουσα met jullie hete adem hem verzwakkend Aeschl. Eum. 138; overdr.:; αἱ Μοῖσαι τὸν ἔρωτα κατισχναίνοντι de Muzen deden zijn liefdesverdriet slinken AP 12.150.3; geneesk. zwelling reduceren, doen slinken. med., intrans. vermageren, wegteren:; κατισχνανεῖσθαι πρὸς πέτραις aan de rotsen geklonken te zullen wegteren Aeschl. PV 269; geneesk. van teelballen verschrompelen. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κατισχναίνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[истощать]], [[изнурять]], [[иссушать]] (ἀτμῷ Aesch.; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut.); pass. изнуряться, чахнуть (ποιναῖς Aesch.; ὑδροποτεῖν καὶ κ. Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[ослаблять]], [[уменьшать]] (τὸν ἔρωτα Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατισχναίνω]] (Α) [[ισχαίνω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό [[φύσημα]], ακολούθα τον, μάραινέ τον, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη [[δύναμη]] οσμής. | |mltxt=[[κατισχναίνω]] (Α) [[ισχαίνω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό [[φύσημα]], ακολούθα τον, μάραινέ τον, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη [[δύναμη]] οσμής. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, [[εξασθενίζω]], σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. <i>κατισχᾰνεῖσθαι</i>, με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατισχναίνω''': [[κάμνω]] τι ἐντελῶς ἰσχνόν, ἀσθενές, [[ἐξασθενίζω]], [[φθείρω]], [[ξηραίνω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 138.- Παθ., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Πλάτ. Πολ. 561C· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., κατισχνᾰνεῖσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 269. ΙΙ. ἐλαττώνω συμπτώματα, Ἱππ. Προγν. 45· οὕτω, κ. ἔρωτα Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 3· ὀσμὴν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 47·- κατισχαίνω, εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. (ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχναίνω]]). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to make to [[pine]] or [[waste]] [[away]], Aesch.:—fut. mid. κατισχνᾰνεῖσθαι in [[pass]]. [[sense]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 2 November 2024
English (LSJ)
A cause to pine or waste away, A.Eu.138:—Pass., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Pl.R. 561c, cf. J.AJ7.8.1:—fut. Med. inf. κατισχνᾰνεῖσθαι A.Pr.271.
II reduce a swelling, Hp.Prog. 23; αἱ Μοῦσαι τὸν ἔρωτα κ. Call.Epigr.47.3; weaken, ὀσμήν Thphr. Od.47.
German (Pape)
[Seite 1402] mager machen, abzehren, erschöpfen; ἀτμῷ κατισχναίνουσα νηδύος πυρί Aesch. Eum. 133, mit dem Hauche verzehrend; ποιναῖς κατισχνανεῖσθαι Prom. 269; ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; – ἔρωτα, schwächen, Callim. 14 (XII, 150). – Bei Luc. philopatr. 20 steht ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον, mit schwacher Stimme.
French (Bailly abrégé)
exténuer, épuiser.
Étymologie: κατά, ἰσχναίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατισχναίνω [κάτισχνος] act., met acc. doen vermageren, verzwakken:; ἀτμῷ κατισχναίνουσα met jullie hete adem hem verzwakkend Aeschl. Eum. 138; overdr.:; αἱ Μοῖσαι τὸν ἔρωτα κατισχναίνοντι de Muzen deden zijn liefdesverdriet slinken AP 12.150.3; geneesk. zwelling reduceren, doen slinken. med., intrans. vermageren, wegteren:; κατισχνανεῖσθαι πρὸς πέτραις aan de rotsen geklonken te zullen wegteren Aeschl. PV 269; geneesk. van teelballen verschrompelen.
Russian (Dvoretsky)
κατισχναίνω:
1 истощать, изнурять, иссушать (ἀτμῷ Aesch.; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut.); pass. изнуряться, чахнуть (ποιναῖς Aesch.; ὑδροποτεῖν καὶ κ. Plat.);
2 ослаблять, уменьшать (τὸν ἔρωτα Anth.).
Greek Monolingual
κατισχναίνω (Α) ισχαίνω
1. καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό φύσημα, ακολούθα τον, μάραινέ τον, Αισχύλ.)
2. ελαττώνω, περιορίζω τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη δύναμη οσμής.
Greek Monotonic
κατισχναίνω: μέλ. -ᾰνῶ, καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, εξασθενίζω, σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. κατισχᾰνεῖσθαι, με Παθ. σημασία, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατισχναίνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἰσχνόν, ἀσθενές, ἐξασθενίζω, φθείρω, ξηραίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 138.- Παθ., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Πλάτ. Πολ. 561C· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., κατισχνᾰνεῖσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 269. ΙΙ. ἐλαττώνω συμπτώματα, Ἱππ. Προγν. 45· οὕτω, κ. ἔρωτα Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 3· ὀσμὴν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 47·- κατισχαίνω, εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
to make to pine or waste away, Aesch.:—fut. mid. κατισχνᾰνεῖσθαι in pass. sense, Aesch.