χαριστικός: Difference between revisions
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=charistikos | |Transliteration C=charistikos | ||
|Beta Code=xaristiko/s | |Beta Code=xaristiko/s | ||
|Definition= | |Definition=χαριστική, χαριστικόν, [[giving freely]], [[bounteous]], [[φιλοτιμία]] Aristeas 227: of persons, Democr. 96, Corn.''ND''15 (Comp.), Plu.2.632c, Ptol.''Tetr.''67, etc.; μεγαλόθυμος καὶ χ. Phld.''Herc.''1457.5; <b class="b3">τὸ χ.</b> [[bounteousness]], τοῦ θεοῦ Ph.1.108, cf. Plu.2.332d. Adv. [[χαριστικῶς]] Corn.l.c. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] = [[χαριστήριος]], bes. = gern schenkend, freigebig, Plut. Symp. 2, 1,5; Phryn. in B. A. 12. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />bienfaisant, libéral;<br />[[τὸ χαριστικόν la libéralité]].<br />'''Étymologie:''' [[χαρίζομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χᾰριστικός:''' [[щедрый]] Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χαριστικός''': η, όν, ὁ παρέχων ἐλευθέρως, δωρούμενως, [[εὐεργετικός]], «ὁ πολλοῖς χαριζόμενος» Α. Β. 72. 13· εὐδάπανον καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ χαριστικὸν Πλούτ. 2. 632C, κλπ.· τὸ χαριστικόν, γενναιοδωρία, [[ἐλευθεριότης]], [[αὐτόθι]] 332D. - Ἐπιρρ. χαριστικῶς, Ἐπιφάν. 77, 17. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[χαριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χαρίζω]], -<i>ομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή δίνεται για [[εξυπηρέτηση]] ή για [[ευχαρίστηση]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[μεροληπτικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[χαριστικά]]<br />χρηματικό [[φιλοδώρημα]] που δίνεται από τον χορευτή στους οργανοπαίκτες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δοτική]] χαριστική»<br /><b>γραμμ.</b> (στην αρχ. σύντ.) [[δοτική]] που δηλώνει ότι [[κάτι]] υπάρχει ή γίνεται για [[χάρη]] κάποιου<br />β) «χαριστική [[βολή]]»<br />i) [[πυροβολισμός]] στον κρόταφο κάποιου που έχει εκτελεστεί με τυφεκισμό, για να τον απαλλάξουν από ενδεχόμενη επιθανάτια [[αγωνία]]<br />ii) <b>μτφ.</b> τελειωτικό [[χτύπημα]], οριστική [[καταστροφή]]<br />γ) «[[χαριστικός]] [[νόμος]]» — [[νόμος]] που ευνοεί ορισμένα πρόσωπα<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[καλός]] ο [[χορός]], μα θέλει και χαριστικό» — δηλώνει ότι οι διασκεδάσεις [[είναι]] ευχάριστες, [[αλλά]] συνεπάγονται και δαπάνες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παρέχεται με [[ευχαρίστηση]], που δωρίζεται («χαριστικὸς οὐχ ὁ βλέπων πρὸς ἀμοιβήν, ἀλλ' ὁ εὖ δρᾶν προῃρημένος», Δημοκράτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαριστικόν</i><br />[[γενναιοδωρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαριστικώς</i> / <i>χαριστικῶς</i>, ΝΜΑ, και [[χαριστικά]] Ν<br />[[κατά]] [[χάριν]], ευνοϊκά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
χαριστική, χαριστικόν, giving freely, bounteous, φιλοτιμία Aristeas 227: of persons, Democr. 96, Corn.ND15 (Comp.), Plu.2.632c, Ptol.Tetr.67, etc.; μεγαλόθυμος καὶ χ. Phld.Herc.1457.5; τὸ χ. bounteousness, τοῦ θεοῦ Ph.1.108, cf. Plu.2.332d. Adv. χαριστικῶς Corn.l.c.
German (Pape)
[Seite 1339] = χαριστήριος, bes. = gern schenkend, freigebig, Plut. Symp. 2, 1,5; Phryn. in B. A. 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
bienfaisant, libéral;
τὸ χαριστικόν la libéralité.
Étymologie: χαρίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
χᾰριστικός: щедрый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χαριστικός: η, όν, ὁ παρέχων ἐλευθέρως, δωρούμενως, εὐεργετικός, «ὁ πολλοῖς χαριζόμενος» Α. Β. 72. 13· εὐδάπανον καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ χαριστικὸν Πλούτ. 2. 632C, κλπ.· τὸ χαριστικόν, γενναιοδωρία, ἐλευθεριότης, αὐτόθι 332D. - Ἐπιρρ. χαριστικῶς, Ἐπιφάν. 77, 17.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χαριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χαρίζω, -ομαι]]
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου
2. συνεκδ. μεροληπτικός
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικά
χρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή στους οργανοπαίκτες
4. φρ. α) «δοτική χαριστική»
γραμμ. (στην αρχ. σύντ.) δοτική που δηλώνει ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται για χάρη κάποιου
β) «χαριστική βολή»
i) πυροβολισμός στον κρόταφο κάποιου που έχει εκτελεστεί με τυφεκισμό, για να τον απαλλάξουν από ενδεχόμενη επιθανάτια αγωνία
ii) μτφ. τελειωτικό χτύπημα, οριστική καταστροφή
γ) «χαριστικός νόμος» — νόμος που ευνοεί ορισμένα πρόσωπα
5. παροιμ. «καλός ο χορός, μα θέλει και χαριστικό» — δηλώνει ότι οι διασκεδάσεις είναι ευχάριστες, αλλά συνεπάγονται και δαπάνες
μσν.-αρχ.
αυτός που παρέχεται με ευχαρίστηση, που δωρίζεται («χαριστικὸς οὐχ ὁ βλέπων πρὸς ἀμοιβήν, ἀλλ' ὁ εὖ δρᾶν προῃρημένος», Δημοκράτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστικόν
γενναιοδωρία.
επίρρ...
χαριστικώς / χαριστικῶς, ΝΜΑ, και χαριστικά Ν
κατά χάριν, ευνοϊκά.