μυίαγρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(26)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myiagros
|Transliteration C=myiagros
|Beta Code=mui/agros
|Beta Code=mui/agros
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fly-catcher</b>, name of an Elean god, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>10.75</span> (prob.); <b class="b3">ἥρως μ</b>., in Arcadia, <span class="bibl">Paus.8.26.7</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[fly-catcher]], name of an Elean god, Plin.''HN''10.75 (prob.); <b class="b3">ἥρως μ.</b>, in Arcadia, Paus.8.26.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυίαγρος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πιάνει μύγες<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μυίαγρος</i><br />[[ήρωας]] της Αρκαδίας στον οποίο θυσίαζαν για την [[εξόντωση]] τών μυγών («ἐν [[ταύτῃ]] τῄ πανηγύρει Μυιάγρῳ προθύουσιν, ἐπευχόμενοί τε κατὰ τῶν ἱερείων τῷ ἥρωϊ καὶ ἐπικαλούμενοι τὸν Μυίαγρον», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυῖα]] «[[μύγα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μύ</i>-<i>αγρος</i>].
|mltxt=[[μυίαγρος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πιάνει μύγες<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μυίαγρος</i><br />[[ήρωας]] της Αρκαδίας στον οποίο θυσίαζαν για την [[εξόντωση]] τών μυγών («ἐν [[ταύτῃ]] τῄ πανηγύρει Μυιάγρῳ προθύουσιν, ἐπευχόμενοί τε κατὰ τῶν ἱερείων τῷ ἥρωϊ καὶ ἐπικαλούμενοι τὸν Μυίαγρον», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυῖα]] «[[μύγα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), [[πρβλ]]. [[μύαγρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυίαγρος Medium diacritics: μυίαγρος Low diacritics: μυίαγρος Capitals: ΜΥΙΑΓΡΟΣ
Transliteration A: myíagros Transliteration B: muiagros Transliteration C: myiagros Beta Code: mui/agros

English (LSJ)

ὁ, fly-catcher, name of an Elean god, Plin.HN10.75 (prob.); ἥρως μ., in Arcadia, Paus.8.26.7.

German (Pape)

[Seite 215] ὁ, Fliegenfänger, bei den Eleern eine Gottheit, Plin. H. N. 10, 28, vgl. ἀπόμυιος.

Greek (Liddell-Scott)

μυίαγρος: ὁ, ὁ τὰς μυίας ἀγρεύων, μυιοθήρας, Σουΐδ. - Μυίαγρος, ἥρως τις ἐν Ἀρκαδίᾳ, ᾡ ἔθυον πρὸς καταστροφὴν τῶν μυιῶν, Παυσ. 8. 26. 7, προσέτι ὄνομα θεοῦ τινος, ὃς ἐπικαλούμενος ἔφερεν ὄλεθρον εἰς τὰς μυίας, ὁ αὐτὸς δ’ ἐκαλεῖτο καὶ Μυιώδης, παρὰ τῷ αὐτῷ 29, 6, 34, § 106· πρβλ. ἀπόμυιος.

Greek Monolingual

μυίαγρος, ὁ (Α)
1. αυτός που πιάνει μύγες
2. ως κύριο όν. Μυίαγρος
ήρωας της Αρκαδίας στον οποίο θυσίαζαν για την εξόντωση τών μυγών («ἐν ταύτῃ τῄ πανηγύρει Μυιάγρῳ προθύουσιν, ἐπευχόμενοί τε κατὰ τῶν ἱερείων τῷ ἥρωϊ καὶ ἐπικαλούμενοι τὸν Μυίαγρον», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. μύαγρος].